Κυρίες και Κύριοι,
Επιτρέψτε μου να εκφράσω τα ειλικρινή μου συλλυπητήρια στους συνανθρώπους μας που χάθηκαν σήμερα άδικα από τις καταστροφικές πλημμύρες.
Και να εκφράσω βεβαίως και τη συμπαράστασή μου στους συμπολίτες μας που δοκιμάζονται, που είδαν τις περιουσίες τους να καταστρέφονται, ιδιαίτερα στη Θεσσαλία.
Αυτό που προέχει τώρα είναι η άμεση αποκατάσταση των ζημιών, η επούλωση των πληγών. Και βεβαίως, όταν έρθει η ώρα, προέχει να κάνουμε και μια ουσιαστική συζήτηση τόσο για τις ευθύνες, όσο όμως και για τη σημασιά που έχει η πολιτική προστασία και πώς μπορεί σ’ αυτές τις συνθήκες τις σημερινές να είναι πραγματικά αποτελεσματική.
Κυρίες και κύριοι,
Φίλες και φίλοι,
Θέλω να σας ευχαριστήσω για την παρουσία σας σήμερα εδώ.
Είναι λίγο αμήχανο πράγματι να απευθύνεται κανείς στο Βελλίδειο, στο συνεδριακό κέντρο σε τόσο λιγοστό κοινό. Είχαμε συνηθίσει βεβαίως τη μεγάλη σημασία αυτών των παρεμβάσεων στη Θεσσαλονίκη. Είναι λίγο αμήχανο να μιλάει κανείς στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, χωρίς τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης.
Η έκθεση λείπει φέτος από την πόλη.
Φοβάμαι όμως ότι δεν είναι μόνο η ΔΕΘ που λείπει φέτος από την πόλη.
Ένα χρόνο τώρα αυτοί που έταξαν σχεδόν τα πάντα στην πόλη αυτή, την απαξιώνουν τελικά με συστηματικό τρόπο για μια ακόμη φορά.
Πριν δυο χρόνια, όχι τυχαία, μιλούσαμε εδώ στη Θεσσαλονίκη από το βήμα της ΔΕΘ για τη Θεσσαλονίκη ως πρωτεύουσα των Βαλκανίων.
Σήμερα, η κυβέρνηση της ΝΔ, δυστυχώς, την επανέφερε στο γνώριμό της ρόλο. Την έκανε πάλι να μοιάζει με αποπαίδι των Αθηνών.
Τη Θεσσαλονίκη που για μας ήταν, είναι και θα είναι πάντα, ένα σημείο αναφοράς.
Γιατί όση ζημιά και αν προκαλέσουν αυτοί που στην πόλη σας τελικά βλέπουν μόνο πελατεία και ψήφους, εμείς βάλαμε τις βάσεις για να γίνει η Θεσσαλονίκη αυτό που της αρμόζει.
Από την επένδυση στο Λιμάνι, το εμπορευματικό κεντρο Γκόνου, το Μετρό, τις επεκτάσεις του στις δυτικές συνοικίες, εως τη Νέα Τούμπα, τις κοινωνικές υποδομές, την ανάπλαση της ΔΕΘ, το μουσείο Ολοκαυτώματος, τη Σιδηροδρομική Εγνατία, τα μητροπολιτικά πάρκα Παύλου Μελα και Κόδρα, το Διεθνές Πανεπιστήμιο, την αναβάθμιση της Αλεξανδρειας Ζώνης Καινοτομιας, το Παιδιατρικό Νοσοκομείο, τις Τοπικές Μονάδες Υγείας και τόσα άλλα.
Οι πολίτες της Θεσσαλονίκης τα ξέρουν.
Ξέρουν και ήδη κρίνουν και συγκρίνουν.
Ίσως όμως το πιο σημαντικό, που γνωρίζουν πια, όχι μόνο όλοι οι Θεσσαλονικείς, όλοι οι Μακεδόνες, αλλά όλοι οι Έλληνες, είναι το μέγεθος της εξαπάτησης που εξύφανε ο κ. Μητσοτάκης και το κόμμα του, στην πόλη σας και στη χώρα.
Όταν λύσαμε – όπως επέβαλαν τα συμφέροντα της χώρας μας – τη χρόνια εκκρεμότητα με τους βόρειους γείτονες μας, με τη Συμφωνία των Πρεσπών, επέλεξαν να σηκώσουν τη χώρα στο πόδι.
Σήμερα, τους παινεύει ο Πρωθυπουργός της Βόρειας Μακεδονίας για την πιστή τήρηση της Συμφωνίας από μέρους τους.
Γιατί ο κ. Μητσοτάκης όχι μόνο τον συναντάει εκεί που έλεγε ότι δεν θα τον συναντούσε ποτέ, αλλά δίνει και μάχες για την εφαρμογή της Συμφωνίας.
Εγώ καλωσορίζω την μετατόπιση του κ. Μητσοτάκη, γιατί εξυπηρετεί το εθνικό συμφέρον.
Οφείλει όμως μία συγγνώμη.
Οφείλει μια συγγνώμη όχι σε εμάς, αλλά σε κάθε Μακεδόνα, σε κάθε Έλληνα που εξαπάτησε.
Μία συγγνώμη που κραύγαζε ότι δήθεν πούλησα τη Μακεδονία για να πάρω τις συντάξεις.
Μία συγγνώμη που έβαλε το κόμμα πάνω από την πατρίδα και γέμισε τους Έλληνες με ψέμα, μίσος και διχασμό, παραποιώντας την ιστορία, την ίδια τη συμφωνία, αλλά και την εθνική γραμμή που χαράχθηκε και από τη δική του παράταξη.
Φίλες και φίλοι,
Η ΝΔ και ο κ. Μητσοτάκης, δυστυχώς, δεν εξαπάτησαν τον ελληνικό λαό μόνο στο Μακεδονικό, αλλά και σε όσα του έταξαν για την οικονομία.
Υποσχέθηκαν περισσότερες δουλειές και μεγαλύτερη ανάπτυξη.
Και πριν καν μας συναντήσει η πανδημία, έφεραν τη χώρα στην ύφεση.
Στο τέταρτο τρίμηνο του ΄19 και στο πρώτο τρίμηνο του τρέχοντος έτους.
Και όταν πια ήρθε και η πανδημία, παρά τη δημοσιονομική ελευθερία και τα γεμάτα ταμεία, δεν έκαναν τίποτα ουσιαστικό για να συγκρατήσουν την ύφεση. Να προστατέψουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και να αποτρέψουν τα λουκέτα και τη νέα εκτόξευση της ανεργίας.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η πανδημία είναι μια ειδική συνθήκη.
Εν τούτοις, επίσης δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα εργαλεία και οι δυνατότητες που έχει η κυβέρνηση σήμερα για να στηρίξει την κοινωνία και την οικονομία, είναι οι μεγαλύτερες που είχαν ποτέ ελληνικές κυβερνήσεις, τουλάχιστον τα τελευταία είκοσι χρόνια.
Σήμερα η κυβέρνηση έχει:
Τα ταμεία γεμάτα από τα 37 δισ. που εμείς αφήσαμε,
Ένα χρέος ρυθμισμένο από τη συμφωνία που εμείς πετύχαμε το 2018,
Ανοιχτή πρόσβαση στις αγορές και πολύ φθηνό δανεισμό,
Κανέναν δημοσιονομικό περιορισμό, αφού είναι πλέον σε αναστολή το Σύμφωνο Σταθερότητας
Και περίπου 70 δισ. σε ευρωπαϊκούς πόρους από το Ταμείο Ανάκαμψης.
Αν λοιπόν δεν αξιοποιεί αυτές τις πρωτοφανείς δυνατότητες για να στηρίξει την οικονομία, την μικρομεσαία επιχειρηματικότητα και την κοινωνική συνοχή, τότε πρόκειται για σαφή πολιτική επιλογή, συνδυασμένη προφανώς και με πλήρη ανικανότητα.
Το αποτέλεσμα πάντως είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται αυτή τη στιγμή στον φαύλο κύκλο μιας σειράς από επάλληλες κρίσεις. Κρίσεις που διαπλέκονται μεταξύ τους, τροφοδοτεί η μια την άλλη. Και έχουν βυθίσει στην ανασφάλεια τις Ελληνίδες και τους Έλληνες.
Πρώτα απ’ όλα, έχουμε κρίση υγειονομική.
Η άνοδος τόσο των κρουσμάτων όσο και των διασωληνωμένων δείχνει ότι βρισκόμαστε στο όριο απώλειας ελέγχου. Η κυβέρνηση σπατάλησε τον χρόνο που κέρδισε, τον χρόνο που της χάρισε, που μας χάρισε η κοινωνία, όλοι μαζί οι πολίτες.
Και η υγειονομική κρίση γίνεται κάθε μέρα χειρότερη γιατί επέλεξε να οικειοποιηθεί την στάση ευθύνης που τήρησαν οι Έλληνες την περασμένη άνοιξη, χωρίς να προετοιμαστεί σοβαρά για το νέο κύμα της πανδημίας.
Γιατί, αντί για κρεβάτια ΜΕΘ, ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, αντί για συνεκτικό σχέδιο στο άνοιγμα του τουρισμού και της εστίασης, ο κ. Μητσοτάκης επέλεξε να μοιράζει κρατικό χρήμα σε ΜΜΕ για να τον υμνούν.
Και σήμερα, δυστυχώς, συνειδητοποιεί ότι δεν είναι όλα επικοινωνία. Υπάρχει και η πραγματικότητα που είναι επίμονη και γίνεται οδυνηρή.
Και όταν η χώρα βρίσκεται μπροστά σε μια οδυνηρή έξαρση των κρουσμάτων και δεν υπάρχει επαρκές προσωπικό στα νοσοκομεία και κρεβάτια ΜΕΘ, τότε δεν μπορούν να σε σώσουν τα φιλικά Μέσα Ενημέρωσης.
Έχουμε κρίση οικονομική.
Επί μήνες η κυβέρνηση έχει αφήσει τους εργαζόμενους και τις επιχειρήσεις στο έλεός τους, την ώρα που η αγορά έχει στεγνώσει, τα λουκέτα ξεκίνησαν, ο τουρισμός και η εστίαση καταρρέουν.
Τα μεγάλα έργα υποδομών έχουν παγώσει. Ο ΒΟΑΚ, το μετρό Θεσσαλονίκης, Ε65, το Καστέλι, έργα δρομολογημένα και με εξασφαλισμένη χρηματοδότηση, που θα δημιουργούσαν χιλιάδες θέσεις εργασίας, σήμερα καθυστερούν δραματικά, Απαξιώνονται καθημερινά.
Το μόνο “μεγάλο έργο” που έχει παρουσιάσει η κυβέρνηση επ´ αφορμή της πανδημίας αφορά την απορρύθμιση της εργασίας.
Κλείνουν μαγαζιά, οικογένειες πασχίζουν να βρουν τρόπους να βγάλουν τον χειμώνα και ο κ. Μητσοτάκης πασχίζει να κάνει πράξη τις πιο ακραίες νεοφιλελεύθερες ιδεοληψίες.
Αφού υποσχέθηκε την καινοτομία της εφταήμερης εργασίας προεκλογικά, σήμερα τελικά υλοποιεί την αναστολή της και την μεγάλη καινοτομία της απλήρωτης εργασίας εκτός ωραρίου.
Έχουμε όμως και κρίση δημοκρατίας.
Αν κάποιος ανοίξει την τηλεόρασή του, ή δει στο κινητό του τους τίτλους των μεγάλων ενημερωτικών sites, θα νομίζει ότι όχι απλά ζει σε άλλη χώρα, αλλά σε άλλον πλανήτη.
Η αντιπολίτευση φιμώνεται, κάθε διαφορετική άποψη θάβεται, όποιος τολμά να αμφισβητήσει τη virtual reality του κυβερνητικού αφηγήματος, βαφτίζεται ανεύθυνος, λαϊκιστής και ψεύτης.
Έχουμε ταυρόχρονα και κρίση ηθική.
Δικαστές διώκονται γιατί τόλμησαν να εξετάσουν τα σκάνδαλα στελεχών του κυβερνώντος κόμματος.
Υπουργοί της κυβέρνησης απολογούνται δημοσίως σε εκδότες λες και είναι τα αφεντικά τους, ακόμη και για αποφάσεις της Βουλής.
Ενώ εταιρείες φίλων και ημέτερων ξεπηδούν σε ένα βράδυ για να πάρουν με απευθείας αναθέσεις δημόσια έργα.
Έχουμε βεβαίως κρίση κοινωνική, βαθύτατη.
Οι ανισότητες αυξάνονται, η νέα γενιά βαφτίζεται ανεύθυνη και μπαίνει στο περιθώριο, το κράτος γίνεται ο οργανωτής του κοινωνικού αυτοματισμού.
Συνωμοσιολόγοι, αρνητές της επιστήμης, κάνουν ξανά την εμφάνισή τους πλάι σε νεοναζί εγκληματίες.
Η αντιπολιτική αναδεικνύεται στον μεγαλύτερο κίνδυνο και η στάση της κυβέρνησης, όχι απλώς δεν την αντιμετωπίζει, αλλά την τροφοδοτεί.
Έχουμε, τέλος, και κρίση εθνική.
Με την Τουρκία να εντείνει την προκλητικότητά της και την κυβέρνηση να κινείται απέναντί της χωρίς στρατηγική. Αφήνοντας πίσω όσα είχαμε χτίσει επί 4.5 χρόνια.
Χωρίς μια ξεκάθαρη πυξίδα για το διάλογο και τη Χάγη. Χωρίς κόκκινες γραμμές σε σχέση με την προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων. Χωρίς ρόλο στον ευρωτουρκικό διάλογο και χωρίς τους συμμάχους μας συσπειρωμένους γύρω από την απειλή των κυρώσεων.
Και το κυριότερο, χωρίς να λέει την αλήθεια στον λαό, εγκλωβισμένη στις εσωτερικές της αντιφάσεις, προσπαθεί να τις κρύψει αυτές τις αντιφάσεις πίσω από απίστευτες λεκτικές ακροβασίες, λες και απευθύνεται σε ανόητους.
Και βέβαια, την ίδια στιγμή που αποφεύγει να πει την αλήθεια στο λαό για την κατάφωρη παραβίαση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, προτάσσει το καταστροφικό αφήγημα της Ελλάδας- Ασπίδας της Ευρώπης.
Μια κυβέρνηση που, αντί να θέσει δυναμικά την Ευρώπη προ των ευθυνών της απέναντι στην εργαλειοποίηση δυστυχισμένων ανθρώπων από την Τουρκία, μετατρέπει, αποδέχεται την μετατροπή των νησιών μας σε αποθήκες ανθρώπινων ψυχών.
Όλα αυτά, έχουν συνθέσει ένα εκρηκτικό μείγμα. Οι Έλληνες δεν νιώθουν πια ασφαλείς. Δεν νιώθουν πια ασφαλείς για τη ζωή, το μέλλον τους, το μέλλον των παιδιών τους. Και αυτή η ανασφάλεια εντείνεται καθημερινά με τις επιλογές της κυβέρνησης.
Γιατί ο κ. Μητσοτάκης αντί να ψάξει το αντίδοτο στο πρόβλημα, τελικά το μόνο που κάνει είναι να μοιράζει χαπάκια λήθης και δήθεν εθνικής αυτοπεποίθησης.
14 μήνες μετά την εκλογή της, αυτή η κυβέρνηση εξελίσσεται σε μια μεγάλη πολιτική απάτη.
Μια απάτη που δυστυχώς αποκαλύπτεται κάθε μέρα, σε μια από τις κρισιμότερες περιόδους ,όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά και για τον κόσμο ολόκληρο.
Κυρίες και κύριοι,
Φίλες και φίλοι,
Η πανδημία ήρθε με τον πιο σκληρό τρόπο να αλλάξει συνήθειες, ζωές, αντιλήψεις αλλά και να επιταχύνει μετατοπίσεις στον τρόπο που αντιμετωπίζουμε την υγειονομική ασφάλεια, την επιστήμη, την εργασία.
Ίσως ακόμη δεν είναι δεδομένη η κατεύθυνση αυτών των αλλαγών. Αλλά είναι βέβαιο ότι τα πράγματα την επόμενη μέρα θα είναι διαφορετικά.
Αυτό όμως που σίγουρα μας διδάσκει αυτή η πρωτοφανής εμπειρία είναι είναι ότι δεν υπάρχουν ατομικές λύσεις σε συλλογικά προβλήματα.
Οι κοινωνίες του ατομικού δρόμου κατέρρευσαν και πρέπει αυτό να το καταλάβουμε έγκαιρα. Όπως κατέρρευσε με πάταγο και ο μύθος της παντοδυναμίας των αγορών.
Η πανδημία έδειξε με τον πλέον έντονο τρόπο τα όρια ενός μοντέλου που θεωρούσε ότι η αγορά σε ελεύθερη λειτουργία μπορεί να έχει τη βέλτιστη λύση, να βρίσκει πάντοτε τη βέλτιστη λύση.
Έδειξε επίσης τα όρια ενός μοντέλου που καταδίκαζε και απαξίωνε την κρατική παρέμβαση και εξυμνούσε τια τα πάντα την ιδιωτική πρωτοβουλία. Το μοντέλο δηλαδή που με θρησκευτική ευλάβεια σχεδόν ασπάζεται η Νέα Δημοκρατία. Εδώ και λίγους μήνες ακόμη και οι πιο πιστοί οπαδοί αυτού του μοντέλου γυρνούν το βλέμμα τους με αγωνία πια προς το κράτος για να τους προστατεύσει. Το κράτος που μέχρι χθες χλεύαζαν.
Η έννοια του δημόσιου αγαθού, λοιπόν, επιστρέφει. Οχι ως πολιτική θέση, αλλά ως αντικειμενική ανάγκη για την επιβίωση και για την πρόοδο των κοινωνιών μας.
Διότι δεν μπορεί να υπάρξει τελικά υγειονομική ασφάλεια χωρίς ισχυρά και σύγχρονα δημόσια συστήματα υγείας προσβάσιμα για τον κάθε πολίτη.
Δεν μπορεί να υπάρξει εξέλιξη της επιστήμης, της έρευνας, αν δεν επενδύσουμε στα δημόσια πανεπιστήμια και τα δημόσια σχολεία.
Και δεν υπάρχει, τέλος, μέλλον στον πλανήτη αν συνεχίζουμε να του προκαλούμε ανεπανόρθωτες πληγές στο όνομα μιας εφήμερης ανάπτυξης.
Όμως, σε έναν κόσμο που ψάχνει τρόπους για τη φυγή προς τα μπρος, η Ελλάδα έχει μια κυβέρνηση που την καταδικάζει να μένει πίσω. Και ο βασικός λόγος είναι ότι οι ιδέες και οι αντιλήψεις της αφορούν το χθες. Ήταν αναποτελεσματικές ακόμη και πριν από την πανδημία.
Σήμερα όμως έχουν πέσει στον τοίχο της ιστορίας.
Γι’ αυτό και αυτοί, όλοι αυτοί που έκλειναν σχολεία, νοσοκομεία, απέλυαν γιατρούς και νοσηλευτές, σήμερα εμφανίζονται να πίνουν νερό στο όνομα του ΕΣΥ.
Ανακάλυψαν τον ρόλο του κράτους, ως εγγυητή της οικονομικής ομαλότητας.
Και αυτοαποθεώνονται γιατί δήθεν κατάφεραν αυτοί, οι αντικρατιστές να εμπνεύσουν ξανά την εμπιστοσύνη των πολιτών στο κράτος.
Ξέρετε όμως πού βρίσκεται το πρόβλημα σε όλη αυτή την αφήγηση; Ότι είναι εξόφθαλμα ψεύτικη και υποκριτική. Γιατί, ενώ τα επικαλούνται όλα αυτά στα λόγια, στην πράξη συνεχίζουν τα αντίθετα.
Ούτε μόνιμο προσωπικό προσέλαβαν στα νοσοκομεία και τα σχολεία. Ούτε την οικονομική δραστηριότητα υποστηρίζουν.
Το αντίθετο. Το μοναδικό σχέδιο που έχουν, είναι αυτό της επίθεσης στους εργαζόμενους και του αφανισμού, ναι, του αφανισμού των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων.
Το μοναδικό σχέδιο που έχουν, αυτό της επιτροπής Πισσαρίδη, επαναλαμβάνει μονότονα τις απαρχαιωμένες τους απόψεις που βύθισαν τη χώρα στην ύφεση και σ λιτότητα και στη χρεοκοπία την περασμένη δεκαετία: Οι άνεργοι φταίνε για την ανεργία τους, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις φταίνε για την κακή πορεία της οικονομίας, οι εργαζόμενοι φταίνε γιατί δεν είναι ευέλικτοι.
Πρέπει όμως να αντιληφθούμε κάτι. Η συνθήκη που ζούμε είναι έκτακτη. Αλλά η απάντηση πρέπει να είναι μόνιμη. Και την απάντηση δεν μπορούν να τη δώσουν αυτοί που τους ξεπέρασε η ίδια η ιστορία. Αυτοί που σήμερα υποκρίνονται ότι είναι κάτι άλλο.
Η απάντηση λοιπόν δεν θα έρθει από αυτούς που τα λένε. Αλλά από αυτούς που τα εννοούν.
Φτάνει πια με την εικονική πραγματικότητα.
Οι Ελληνίδες και οι Έλληνες αυτό που θέλουν είναι απλό, πολύ απλό:
Μια ζωή με ασφάλεια σε μια κοινωνία με δικαιοσύνη.
Για να μειωθούν οι κραυγαλέες κοινωνικές ανισότητες
Για να επιστρέψει το αίσθημα της ασφάλειας στην εργασία
Για να έχει μέλλον και προοπτική η νέα γενιά αυτού του τόπου.
Φίλες και φίλοι,
Σήμερα, η Ελλάδα πρέπει να σταθεί στη σωστή πλευρά της ιστορίας.
Και για να μπορέσουμε να σχεδιάσουμε με ασφάλεια τα βήματα προς το μέλλον, πρώτα απ’ όλα πρέπει να κατανοήσουμε πού βρισκόμαστε.
Ας κάνουμε λοιπόν κάποιες παραδοχές. Είναι απαραίτητες για να προχωρήσουμε. Επιτρέψτε μου λοιπόν σήμερα από το βήμα της ΔΕΘ Hellexpo να καταθέσω στο δημόσιο διάλογο τρεις κρίσιμες παραδοχές.
Παραδοχή πρώτη.
Όλα τα προηγούμενα χρόνια, η Ελλάδα βίωσε μια απίστευτη οικονομική περιπέτεια εξαιτίας του χρέους και των ελλειμάτων.
Στην προηγούμενη κρίση η Ευρώπη επέμενε πεισματικά σε συνταγές λιτότητας και δημοσιονομικής ασφυξίας.
Σήμερα, μετά την πανδημία, κινητοποιεί μηχανισμούς δαπανών από τα κράτη προς τις οικονομίες και αποφασίζει επιτέλους μια μορφή αμοιβαιοποίησης του χρέους.
Όταν εμείς το προτείναμε αυτό το 2015, μας χαρακτήριζαν εξτρεμιστές. Σήμερα το χρέος δεν είναι καν στο επίκεντρο της δημόσιας συζήτησης.
Στο επίκεντρο –και σωστά- είναι το πώς θα κρατήσουμε όρθιες τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Με επεκτατική πολιτική, με ενέσεις ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά, με δημόσιες κυρίως επενδύσεις. Με δαπάνες δηλαδή που θα απαντούν στις κοινωνικές ανάγκες και δεν θα επιβάλλονται από έξωθεν καταναγκασμούς.
Πρέπει λοιπόν να το καταλάβουμε όλοι. Η εποχή της δημοσιονομικής ασφυξίας, της σκληρής λιτότητας, η εποχή των πλεονασμάτων τελείωσε.
Και δεν θα πρέπει να περνάει από το μυαλό κανενός, σε έναν χρόνο από τώρα, να συζητάμε και πάλι για την επίτευξη πρωτογενών πλεονασμάτων που θα οδηγούν ευθέως την οικονομία σε νέες περιπέτειες μνημονίων και λιτότητας.
Και στη μεγάλη συζήτηση που θα ανοίξει στην Ευρώπη, τη συζήτηση της επόμενης ημέρας – γιατί μην έχετε αμφιβολία, αυτή η συζήτηση θα ανοίξει- ανάμεσα σε αυτούς που θα επιμένουν να ξαναγυρίσουμε πίσω στα ίδια αδιέξοδα και σε αυτούς που θα ζητάνε μια νέα οικονομική πολιτική με στόχο την σταθερή και δίκαιη ανάπτυξη, η Ελλάδα οφείλει και δικαιούται να έχει μια κυβέρνηση που θα πρωταγωνιστήσει υπερ του δεύτερου δρόμου.
Άρα, λοιπόν, η πρώτη παραδοχή είναι ότι τελείωσε η εποχή της δημοσιονομικής λιτότητας και ασφυξίας,
Η δεύτερη παραδοχή που πρέπει να κάνουμε είναι ότι η οικονομία μας δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς υψηλές δημόσιες δαπάνες και χωρίς δημόσια χρηματοδοτικά εργαλεία.
Επί της διακυβέρνησής μας έγινε ένα πολύ σημαντικό βήμα. Ήταν η ίδρυση της δημόσιας Αναπτυξιακής Τράπεζας στα πρότυπα προηγμένων χωρών.
Χρειάζεται όμως να δούμε και το θέμα των συστημικών τραπεζών. Δεν μπορούμε πια να κλείνουμε τα μάτια σε αυτό.
Οι τράπεζες αποτελούν τον βασικό αιμοδότη της οικονομίας. Χωρίς να θέλω να παραβλέψω την συμβολή τους στην ελληνική οικονομία, οφείλουμε εντούτοις όλοι να παραδεχθούμε ότι δυστυχώς σήμερα δεν διαδραματίζουν τον ρόλο που οφείλουν να διαδραματίζουν στην πραγματική οικονομία.
Δεν έχουν κάνει όλα όσα μπορούν και οφείλουν για την παροχή ρευστότητας στην πραγματική οικονομία, ειδικά αν λάβουμε υπόψη την πρωτόγνωρη ρευστότητα που οι ίδιες λαμβάνουν το τελευταίο διάστημα από την ΕΚΤ. Αυτή η ρευστότητα που έχουν δεν έχει περάσει στις επιχειρήσεις.
Δεν χρηματοδοτούν επαρκώς, ιδιαίτερα τις μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις. Παρά μονάχα ίσως επιχειρήσεις που δεν έχουν τόσο μεγάλη ανάγκη δανεισμού. 6 στις 10 επιχειρήσεις σήμερα είναι αποκλεισμένες από τον τραπεζικό δανεισμό. Υπάρχει ένα κενό ρευστότητας στην πραγματική οικονομία πάνω από 15 δισ. ευρώ.
Τι θα γίνει λοιπόν με αυτές τις επιχειρησεις; Τι θα γίνει με τους εργαζομενους σε αυτές τις επιχειρήσεις; Θα τις εξωθήσουμε συνειδητά σε αφανισμό;
Διότι αυτό κάνει η κυβέρνηση σήμερα, επικροτώντας και συχνά διευκολύνοντας μια πολιτική αποκλεισμού εις βάρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Ουδείς ισχυρίζεται ότι δεν πρέπει να υπάρχουν κριτήρια. Να υπάρχουν κριτήρια, αλλά να εφαρμόζονται με κοινούς κανόνες και διαφάνεια προς όλους και για όλες τις περιπτώσεις.
Ιδίως όταν το Δημόσιο έχει ρόλο, οφείλει να λειτουργεί προς το συμφέρον όλων. Όχι μόνο προς το συμφέρον εκλεκτών.
Η αποδυνάμωση του δημοσίου ως μετόχου των τραπεζών πρέπει να σταματήσει. Γι’ αυτό και για εμάς αποτελεί προτεραιότητα η αλλαγή του σχετικού νόμου για το ΤΧΣ, το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας. Και το Δημόσιο ως βασικός μέτοχος να έχει αποφασιστικό και καθοριστικό ρόλο στις στρατηγικές αποφάσεις των συστημικών τραπεζών.
Και αξιοποιώντας τις μετοχές του, σε μια τουλάχιστον από τις συστημικές τράπεζες, να έχει και τον απόλυτο έλεγχο του μάνατζμεντ. Ώστε σε συνδυασμό με τη Δημόσια Αναπτυξιακή Τράπεζα, να επιβάλει τη διαφάνεια, να διευκολύνει επιτέλους την παροχή ρευστότητας προς τις επιχειρήσεις και να δώσει την απαιτούμενη πνοή προς την ελληνική οικονομία.
Και η τρίτη παραδοχή, που θα ήθελα ενώπιόν σας να καταθέσω, αφορά μιας από τις βαρύτερες κληρονομιές της προηγούμενης κρίσης και είναι το ιδιαίτερα υψηλό ιδιωτικό χρέος.
Φυσικά και νομικά πρόσωπα οφείλουν σήμερα στη χώρα μας προς το δημόσιο, δηλαδή σε φορολογικές και ασφαλιστικές υποχρεώσεις, και προς τις τράπεζες πάνω από 240 δισ. ευρώ.
Ένα πρόβλημα που, πέραν της οικονομικής διάστασης του, δοκιμάζει και την κοινωνική συνοχή. Και ως κοινωνικό ζήτημα οφείλουμε να το αντιμετωπίσουμε.
Οι αναβολές πληρωμών στις παρούσες δύσκολες συνθήκες προσφέρουν βέβαια μια προσωρινή ανακούφιση που σύντομα όμως θα λήξει. Και οι εργαζόμενοι, οι επιχειρήσεις, τα νοικοκυριά θα βρεθούν μπροστά σε ακόμα μεγαλύτερα χρέη όταν λήξει αυτή η προσωρινή ανακούφιση.
Και πώς απαντά η κυβέρνηση σ’ αυτή τη διαφαινόμενη πραγματικότητα; Φέρνει ως μέτρο λύσης έναν νέο πτωχευτικό νόμο, ονομάζοντάς τον μάλιστα δεύτερη ευκαιρία, που όμως μόνο τέτοια δεν είναι.
Βάζοντας ως πρώτη προτεραιότητα την ρευστοποίηση περιουσιών όλων των πολιτών και αφαιρώντας πλήρως το πλαίσιο προστασίας της πρώτης κατοικίας. Με αυτόν τον τρόπο όχι απλά δεν δίνει δεύτερη ευκαιρία, αλλά αναιρεί κάθε ευκαιρία και καταδικάζει κάθε επαγγελματία στον μαρασμό.
Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε αυτή την εξόντωση. Αν θέλουμε στην πορεία ανάκαμψης της οικονομίας να περπατήσουμε όλοι μαζί -κι εμείς αυτό θέλουμε- τότε χρειάζονται ριζοσπαστικές λύσεις για το ιδιωτικό χρέος.
Και σ αυτό το πλαίσιο αναδιάρθωσης του ιδιωτικού χρέους, πέραν των επιμέρους διευκολύνσεων, η διαγραφή μέρους του χρέους είναι μια τέτοια λύση. Ριζοσπαστικη, αλλά ταυτόχρονα ρεαλιστική και αναγκαία σήμερα, τόσο για τα νοικοκυριά όσο και για τις επιχειρήσεις.
Αυτές, αγαπητοί φίλοι, είναι, πιστεύω, τρεις κρίσιμες παραδοχές. Τρεις κρίσιμες παραδοχές: ότι δεν μπορούμε να μιλάμε σήμερα για πλεονάσματα, ότι δεν μπορούμε να ανατάξουμε την οικονομία χωρίς δημόσια χρηματοδοτικά εργαλεία, κι ότι δεν μπορούμε να προχωρήσουμε χωρίς ριζοσπαστικές λύσεις στο ζητημα του ιδιωτικού χρέους.
Είναι τρεις κρίσιμες παραδοχές που αποτελούν, πιστεύω, τη βάση για οποιοδήποτε σχέδιο ανασυγκρότησης της ελληνικής οικονομίας και της ελληνικής κοινωνίας.
Η χώρα σήμερα χρειάζεται ένα ριζοσπαστικό και συνάμα ρεαλιστικό σχέδιο ανασυγκρήτησης.
Η χώρα σήμερα χρειάζεται αυτό που εμείς ονομάζουμε μια νέα Κοινωνική Συμφωνία, ανάμεσα σε αυτούς που αποτελούν την κοινωνική πλειοψηφία:
Δηλαδή τους εργαζόμενους, τους μικρομεσαίους επιχειρηματίες, τους αυτοαπασχολούμενους, τους αγρότες, τους παραγωγούς, τη νέα γενιά αυτού του τόπου.
Μια Συμφωνία που περιλαμβάνει τους εξής βασικούς άξονες:
Πρώτον, ένα νέο παραγωγικό μοντέλο.
Δεύτερον, την επαναρρύθμιση της εργασίας.
Τρίτον, ένα ισχυρό και αποτελεσματικό κοινωνικό κράτος.
Τέταρτον, μια συνεκτική πολιτική για τη νέα γενιά.
Πέμπτον, μια αποφασιστική στρατηγική για το περιβάλλον.
Και, έκτον, βαθιές θεσμικές τομές για την ενίσχυση της Δημοκρατίας, θεσμικές τομές και μεταρρυθμίσεις.
Επιτρέψτε μου να περιγράψω λίγο αυτούς τους άξονες:
Ο πρώτος άξονας αφορά την παραγωγή, την παραγωγική διαδικασία και τις αναπτυξιακές προτεραιότητες.
Η Ελλάδα, ως γνωστόν, έχει και θα συνεχίσει να έχει μια υψηλή εξάρτηση από τον τουρισμό. Γεγονός που σημαίνει ότι πρέπει να γίνει πιο παραγωγικός, να δοθεί έμφαση στην αναβάθμιση των τουριστικών υποδομών, στην ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών, να ανταποκριθεί σε πρότυπα πράσινης ανάπτυξης.
Όμως η Ελλάδα, όπως και καμιά χώρα, δεν μπορεί να βασίζεται στη μονοκαλλιέργεια ενός κλάδου, εν προκειμένω του τουρισμού. Η πανδημία μας το έδειξε με τον πιο σκληρό τρόπο.
Οφείλουμε να οργανώσουμε ισόρροπα την ανάπτυξη και άλλων παραγωγικών κλάδων που η χώρα μπορεί και πρέπει να στραφεί τα επόμενα χρόνια.
Προτεραιότητά μας είναι η ενίσχυση του αγροτοδιατροφικού τομέα, παραγωγή ποιοτικών προϊόντων.
Προτεραιότητά μας είναι η ενίσχυση της έρευνας και της καινοτομίας.
Προτεραιότητά μας είναι η ενίσχυση παραγωγικών επενδύσεων στη μεταποίηση και στη βιομηχανία.
Πέραν όμως των επιμέρους κλαδων, μια βασική οριζόντια προτεραιότητα διατρέχει το νέο παραγωγικό μας μοντέλο: η πράσινη και ψηφιακή μετάβαση.
Προτεραιότητά μας αποτελεί η παραγωγή ενέργειας από ανανενώσιμες πηγές (ΑΠΕ), η ενεργειακή εξοικονόμηση στις κατοικίες τις επιχειρήσεις και τα δημόσια κτίρια.
Προτεραιότητά μας αποτελεί η συμμετοχή της ελληνικής οικονομίας σε ένα εύρος νέων ψηφιακών τεχνολογιών.
Σχεδιάζουμε με ορίζοντα το 2030, θέτουμε μετρήσιμους στόχους, όπως κάναμε στην αναπτυξιακή στρατηγική, ενισχύουμε την ανθεκτικότητα της ελληνικής οικονομίας και την προστατεύουμε από διεθνείς αναταράξεις που είναι κάτι παραπάνω από βέβαιο ότι θα έρθουν και στο μέλλον.
Ο δεύτερος άξονας είναι η εργασία.
Παραγωγική οικονομία σημαίνει παραγωγικότητα των εργαζόμενων.
Προσοχή όμως, υπάρχει και η παραγωγικότητα των κάτεργων που βλέπουμε σε χώρες του Τριτου Κόσμου, υπάρχει και η παραγωγικότητα σε χώρες όπου τα εργασιακά δικαιώματα είναι κατοχυρωμένα και αδιαμφισβήτητα.
Πραγματικά παραγωγικός είναι ένας εργαζόμενος που νιώθει ασφάλεια. Σε ένα περιβάλλον όπου η σταθερή και καλά αμειβόμενη εργασία, η ασφάλιση, είναι αδιαπραγμάτευτα.
Παράλληλα, πρέπει να δούμε τις δυνατότητες που μας δίνει πλέον η εξέλιξη της τεχνολογίας και της επιστήμης.
Η εξέλιξη της εργασίας δεν είναι, δεν μπορεί να είναι τα απλήρωτα 12ωρα. Αυτά είναι εμμονές που κρατάνε τις κοινωνίες πίσω.
Η εργασία από απόσταση, η οποία θα επεκταθεί, μπορεί επίσης να είναι πολύ παραγωγικότερη από την παραδοσιακή δουλειά γραφείου. Αρκεί όμως και εκεί να υπάρχουν οι αντίστοιχες διασφαλίσεις.
Όχι να γίνονται κουρελόχαρτο οι συμβάσεις, τα ωράρια, οι υπερωρίες και να διογκώνεται η εργοδοτική αυθαιρεσία.
Ή, ακόμα χειρότερα, να θεωρεί κάποιος εργοδότης ότι έχει δικαίωμα να ελέγχει μέσα από μια κάμερα τι κάνει ένας υπάλληλός του στο σπίτι του, ακόμα και εκτός ωραρίου.
Αυτές είναι οι μεγάλες προκλήσεις της νέας εποχής, στις οποίες πρέπει να απαντήσουμε.
Τρίτος άξονας είναι το κοινωνικό κράτος.
Χρειαζόμαστε ένα ισχυρό αξιόπιστο καθολικό κοινωνικό κράτος που θα προσφέρει ασφάλεια σε κάθε δύσκολη συγκυρία.
Ένα Εθνικό Σύστημα Υγείας που θα εγγυάται την προστασία, τη σωματική και την ψυχική, για κάθε πολίτη αυτής της χώρας.
Με Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας που θα αποσυμφορεί τα νοσοκομεία.
Με αναβάθμιση των Δημοσίων Νοσοκομείων και δημιουργία νέων.
Με ισχυρές δομές κοινωνικής προστασίας.
Για το παιδί.
Για τους ηλικιωμένους συμπολίτες μας.
Με ένα ισχυρό δημόσιο ασφαλιστικό σύστημα που θα εξασφαλίζει την αλληλεγγύη των γενεών. Ένα σύστημα που δεν θα γίνεται αντικείμενο κερδοσκοπίας για να πλουτίσουν πέντε ασφαλιστικές εταιρείες και κάποιοι φίλοι τους, ενδεχομένως, στην κυβέρνηση.
Χρειαζόμαστε, επίσης, ένα σύγχρονο εκπαιδευτικό σύστημα που θα προσφέρει ίσες ευκαιρίες σε όλα τα νέα παιδιά. Η δημόσια παιδεία αποτελεί επένδυση για την επανεκκίνηση της χώρας, επένδυση για την είσοδο της χώρας στη νέα εποχή.
Και χρειάζεται, τέλος, να μιλήσουμε για την έννοια του κοινωνικού μισθού. Ώστε να διασφαλίσουμε την αξιοπρεπή διαβίωση όλων: δηλαδή ένα εγγυημένο εισόδημα που θα χτίζεται με βάση τις ιδιαίτερες ανάγκες του κάθε πολίτη σε κάθε φάση της ζωής του.
Τέταρτος άξονας, η νέα γενιά.
Θα το πω χωρίς περιστροφές: Αυτό που συμβαίνει σήμερα στο δημόσιο διάλογο είναι χυδαίο, από στελέχη της κυβέρνησης και από φιλικά σε αυτήν μέσα ενημέρωσης. Έχουμε μια διαδικασία συκοφάντησης, ένα πογκρόμ κατασυκοφάντησης ολόκληρων γενιών.
Οι νέοι στην Ελλάδα του 2020 βαφτίζονται παρίες, ανεύθυνοι, τεμπέληδες.
Και πριν από λίγες μέρες, ως παιδονόμος ο κ. Μητσοτάκης από αυτό εδώ το βήμα, μας είπε πως σκοπεύει μάλιστα να τους πειθαρχήσει με την υποχρεωτική στράτευση στα 18.
Τι μάθαμε μέσα σε λίγους μήνες;
Ότι φταίνε οι νέοι για τον κορωνοϊό που πάνε στις πλατείες.
Φταίνε οι νέοι για την αύξηση της ανεργίας.
Τώρα φταίνε οι νέοι γιατί δεν θα πηγαίνουν να πολεμήσουν για την πατρίδα πριν πάνε για σπουδές.
Δεν έχει υπάρξει ποτέ στην ιστορία άλλος Πρωθυπουργός, στην ιστορία της χώρας μας, που να έχει φερθεί με τέτοια απαξίωση στο πιο πολύτιμο αγαθό του τόπου μας.
Ας τον αφήσουμε όμως. Πρέπει να κατανοήσουμε το εξής. Τα κλειδιά της χώρας βρίσκονται στα χέρια των Ελλήνων και των Ελληνίδων που γεννήθηκαν τη δεκαετία του ’90 και του 2000.
Το μέλλον αυτών των ανθρώπων είναι το μέλλον της ίδιας της χώρας. Οφείλουμε να τους ακούσουμε. Οφείλουμε να τους εμπιστευτούμε.
Το υπ’ αριθμόν ένα ζήτημα για μας, για τη δεκαετία που ξεκίνησε, είναι να επενδύσουμε στις δυνατότητες και στις ικανότητες των νέων.
Όχι μόνο με αυτά που είπα πριν, επενδύοντας στη δημόσια παιδεία, στα σχολεία, τα πανεπιστήμια, τα ερευνητικά κέντρα. Προφανώς.
Αλλά και στηρίζοντας πολιτικές, ενεργές πολιτικές για τη νεότητα. Στηρίζοντας τα νέα ζευγάρια που σήμερα είναι σχεδόν κατόρθωμα να παίρνουν την απόφαση να ζήσουν μαζί ή να κάνουν οικογένεια.
Θέτοντας ηλικιακά κίνητρα για τη δημιουργία νέων επιχειρήσεων.
Οργανώνοντας ένα σχέδιο σοβαρό για τον επαναπατρισμό νέων επιστημόνων.
Δίνοντας πραγματική στήριξη στην πολιτιστική δημιουργία.
Με λίγα λόγια, χρειαζόμαστε ένα ολιστικό σχέδιο για τις Ελληνίδες και τους Έλληνες που γεννήθηκαν τον 21ου αιώνα.
Ένα σχέδιο προσαρμοσμένο στις ανάγκες και τις επιθυμίες τους.
Πέμπτος άξονας, στην κοινωνική μας συμφωνία, είπα, είναι το περιβάλλον.
Κι εδώ πρέπει να παραδεχτούμε ότι έχουμε αργήσει ως χώρα. Ακόμα συζητάμε για την κλιματική κρίση ως κάτι που θα έρθει και όχι ως κάτι που είναι ήδη εδώ.
Η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης δεν μπορεί να περιορίζεται στην επίτευξη του στόχου για μείωση των ρύπων, αλλά κάθε πολιτική που προτείνουμε θα πρέπει να διαπνέεται από το κριτήριο της διατήρησης της περιβαλλοντικής ισορροπίας.
Βασικός άξονας λοιπόν της Νέας Κοινωνικής Συμφωνίας που προτείνουμε είναι μια στρατηγική που οδηγεί σε μια Ελλάδα όπου:
Κάθε χρόνο θα μειώνει ουσιαστικά το περιβαλλοντικό της αποτύπωμα.
Που θα ολοκληρώσει τη δίκαιη μετάβαση και το τέλος της παραγωγής ενέργειας από ορυκτά καύσιμα.
Που θα παράγει ενέργεια αποκλειστικά από ΑΠΕ, με τρόπο που φυσικά δεν θα διαταράσσει την περιβαλλοντική ισορροπία.
Και που θα προστατεύσει τον φυσικό πλούτο της και τη βιοποικιλότητα.
Και έκτος άξονας οι θεσμικές τομές για την ενίσχυση της Δημοκρατίας. Θεσμικές τομές:
Στη Δικαιοσύνη, στη Δημόσια Διοίκηση, στα Ανθρώπινα Δικαιώματα. Είναι πια καιρός σε όλους αυτούς τους τομείς να προχωρησουμε σε θαρραλέες τομές και μεταρρυθμίσεις.
Στη Δικαιοσύνη: είναι κρίσιμο πάνω απ΄ όλα να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη των πολιτών στους φορείς απονομής της δικαιοσύνης.
Θέσαμε τις βάσεις και πρέπει να συνεχιστεί το πρόγραμμα απλοποίησης της νομοθεσίας και επιτάχυνσης της απονομής της δικαιοσύνης ενάντια σε ένα σύστημα πολυνομίας και ενάντια στην κακονομία.
Στη Δημόσια Διοίκηση: Χρειαζόμαστε μια πιο αποτελεσματική διοίκηση.
Όχι ένα δημόσιο των επιτελικών ημετέρων. Με διαφάνεια της διοικητικής δράσης, με κοινωνική λογοδοσία, με περαιτέρω ενίσχυση του ΑΣΕΠ, με όραμα για τη στελέχωση της δημόσιας διοίκησης από τους νέους επιστήμονες.
Στα Δικαιώματα: Χρειαζόμαστε ένα ευρύτερο πλαίσιο θεσμικών αλλαγών όπως αρμόζει σε μια σύγχρονη, ευρωπαϊκή Δημοκρατία.
Ένα σύγχρονο ευρωπαϊκό κράτος δεν μπορεί τον 21ο αιώνα να διαχωρίζει κανέναν και καμία με βάση το φύλο, το χρώμα, την καταγωγή ή τον σεξουαλικό προσανατολισμό.
Δεν μπορεί να αντιμετωπίζονται ως πολίτες δεύτερης κατηγορίας τα παιδιά μεταναστών και προσφύγων που γεννιούνται και μεγαλώνουν στον τόπο μας.
Δεν μπορεί τέλος, να ποινικοποιείται η κοινωνική διαμαρτυρία και μαζί με αυτήν να ποινικοποιούνται και οι δημοκρατικές ελευθερίες.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
Η Κοινωνική Συμφωνία, που σας περιέγραψα τους βασικούς της άξονες, κατά την άποψή μου είναι ο κοινός τόπος για να κερδίσουμε μια ζωή με ασφάλεια σε μια κοινωνία με δικαιοσύνη. Είναι ο κοινός τόπος για να ξαναβρεί η πατρίδα μας τον βηματισμό προς το μέλλον.
Είναι ένα σχέδιο ριζοσπαστικού ρεαλισμού, βασισμένο στις ανάγκες των Ελλήνων αλλά και στις απαιτήσεις της εποχής μας.
Είμαστε έτοιμοι να αναλάβουμε την ευθύνη αυτής της μεγάλης προσπάθειας.
Είμαστε έτοιμοι για μια νέα, ισχυρή προοδευτική διακυβέρνηση που θα φέρει τη χώρα εκεί που της αρμόζει να είναι.
Για τον λόγο αυτό, επεξεργαστήκαμε και καταθέτουμε σήμερα ένα Σχέδιο 11 Άμεσων Μέτρων Έκτακτης Ανάγκης. Ένα σχέδιο που θα υλοποιούσαμε άμεσα την επόμενη μέρα από την ανάληψη της διακυβέρνησης του τόπου. Ένα σχέδιο που είναι αναγκαίο να υλοποιηθεί αύριο το πρωί.
Μέτρο πρώτο:
Ενίσχυση του ΕΣΥ άμεσα με 15.000 μόνιμες προσλήψεις. Για να οχυρώσουμε την πρώτη γραμμή άμυνας της χώρας απέναντι στην πανδημία.
Μέτρο δεύτερο:
Ενίσχυση των δημόσιων σχολείων, άμεσα, με 15.000 μόνιμες προσλήψεις εκπαιδευτικών. Για να διευκολυνθεί το εκπαιδευτικό έργο και να μην κάνουν τα παιδιά μας μάθημα μέσα στην πανδημία στοιβαγμένα σε τάξεις των 26 και 27 ατόμων.
Μέτρο τρίτο:
Επιδότηση της εργασίας από το κράτος, για όσο διαρκεί η κρίση. Η πρότασή μας περιλαμβάνει την κάλυψη από το κράτος του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών και του 40% του μισθού των εργαζομένων, με υποχρέωση καταβολής του υπόλοιπου 60% του μισθολογικού κόστους από την επιχείρηση. Αυτό που χρειάζεται είναι να επιδοτηθεί η εργασία όσο διαρκεί η κρίση και όχι η αναστολή της εργασίας.
Μέτρο τέταρτο:
Εξαιρετικά κρίσιμο, ιδίως εξαιτίας του γεγονότος ότι κυβέρνηση δεν μας άκουσε με εμπροσθοβαρή μέτρα στήριξης της εργασίας και των επιχειρήσεων και τώρα θα βρεθούμε το φθινοπωρο φέτος μπροστά σε μια εικόνα κοινωνικής λεηλασίας.
Μέτρο τέταρτο, λοιπόν, εισόδημα έκτακτης ανάγκης σε όσους έχουν πληγεί οικονομικά από την πανδημία, για όσο διαρκεί η κρίση. 400€ για το πρώτο ενήλικο μέλος του νοικοκυριού, 200€ για κάθε πρόσθετο ενήλικο μέλος και 100€ για κάθε παιδί.
Το εισόδημα αυτό θα καλύπτει όσους πολίτες είδαν το εισόδημά τους να μειώνεται ραγδαία λόγω της πανδημίας, στηρίζοντας έμπρακτα όχι μόνο τους άνεργους, τους εποχικά εργαζόμενους και τους εργαζόμενους στον πολιτισμό, αλλά και τους πληττόμενους ελεύθερους επαγγελματίες και αυτοαπασχολούμενους. Διότι κανείς δεν μπορεί και δεν πρέπει να μείνει μόνος του σε αυτή την κρίση.
Μέτρο Πέμπτο:
Μη επιστρεπτέα ενίσχυση στις επιχειρήσεις. Όλοι οι έμμεσα ή άμεσα πληττόμενοι, αυτοαπασχολούμενοι και επιχειρήσεις θα έχουν άμεσα πρόσβαση σε μη επιστρεπτέα ενίσχυση ύψους 2.000 ευρώ ανά εργαζόμενο, με μέγιστη ενίσχυση ανά επιχείρηση τις 100.000 ευρώ, με μοναδικό κριτήριο τη διατήρηση των θέσεων και των σχέσεων εργασίας.
Μέτρο έκτο:
Μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση στο 6%, στον χαμηλότερο συντελεστή, για όσο διαρκεί η κρίση.
Μέτρο έβδομο:
Επιδότηση του 40% του ενοικίου των πληττόμενων επιχειρήσεων, για όσο διαρκεί η κρίση. Διότι για την πλειοψηφία των μικρών πληττόμενων επιχειρήσεων αυτό αποτελεί ζήτημα επιβίωσης, η ελάφρυνση του βάρους του ενοικίου. Και με την πρότασή μας ωφελούνται οι επιχειρήσεις αυτές, αλλά ταυτόχρονα δεν βλέπουν μείωση του εισοδήματος οι ιδιοκτήτες ακινήτων, όπως έγινε τους μήνες που ίσχυε αυτό. Δυστυχώς, δεν συνεχίζει.
Μέτρο όγδοο:
Επιστροφή στους αγρότες του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο πετρέλαιο. Ένα μέτρο που θα μειώσει το κόστος παραγωγής και θα δώσει ανάσα σε χιλιάδες παραγωγούς στον πρωτογενή τομέα, που και αυτοί σήμερα βρίσκονται μπροστά σε μεγάλα τραγικά αδιέξοδα.
Μέτρο ένατο:
Μόνιμη κατάργηση, όχι παροδική, της εισφοράς αλληλεγγύης για όλα τα εισοδήματα έως 40.000€ και μείωση των συντελεστών για εισοδήματα από 40.000€ έως 65.000€.
Προφανώς, στο δικό μας σχέδιο η μείωση αυτή αφορά και τους συνταξιούχους και τους δημόσιους υπαλλήλους, που μας αρέσει να τους χειροκροτάμε – ιδίως τους υγειονομικούς -, αλλά όχι να τους ελαφρύνουμε. Δεν προχωράμε εμείς, δηλαδή, σε αδιανόητους αποκλεισμούς που κινητοποιούν κοινωνικούς αυτοματισμούς άλλων εποχών. Και πιστεύουμε ότι μπορεί και πρέπει αυτό να είναι ένα μόνιμο μέτρο.
Μέτρο δέκατο:
Μόνιμη κατάργηση του τέλους επιτηδεύματος. Ένα μέτρο το οποίο θα ελαφρύνει σημαντικά επιχειρήσεις, ελεύθερους επαγγελματίες και ιδιαίτερα εργαζόμενους με μπλοκάκι. Είναι ένας φόρος που εν πάση περιπτώσει δεν έχει καμία λογική εξήγηση, παρά μονάχα την εξήγηση ότι στην Ελλάδα είμαστε ανίκανοι ως δημόσιο, ως κράτος, ως κοινωνία, να ελέγξουμε τη φοροδιαφυγή. Πρέπει αυτό να το ξεπεράσουμε και να έχουμε την αυτοπεποίθηση να θεωρούμε τους εαυτούς μας ικανούς.
Και, τέλος, Μέτρο 11ο:
Μόνιμη μείωση της προκαταβολής φόρου στο 50%. Ένα μόνιμο μέτρο που θα προσφέρει σημαντική ελάφρυνση στο σύνολο των επιχειρήσεων και των ελεύθερων επαγγελματιών.
Αγαπητές φίλες και αγαπητοί φίλοι,
Κυρίες και Κύριοι,
Η Ελλάδα πιστεύω δεν μπορεί και δεν πρέπει να χάσει ακόμα μια δεκαετία, όπως έχαστε μια δεκαετία στην κρίση. Την κρίση ελλειμμάτων και χρέους. Δεν μπορεί και δεν πρέπει να χάσει μία ακόμα δεκαετία στα χέρια αυτών που την χρεοκόπησαν.
Και οι Έλληνες δεν μπορούν να ζουν διαρκώς μέσα στην ανασφάλεια και την αδικία. Και οι νέοι και οι νέες δεν μπορούν να ζουν σε μια χώρα που διαρκώς τους υποτιμά και τους περιορίζει. Γνωρίζουμε πάρα πολύ καλά τις μεγάλες δυσκολίες. Όμως πιστεύουμε βαθιά στις ικανότητες και στη δημιουργικότητα αυτού του λαού.
Με τις προτάσεις μας, το σχέδιό μας, τη νέα κοινωνική συμφωνία, τα άμεσα μέτρα που προτείναμε, πιστεύουμε ότι ξεκινάμε, θέτουμε τις βάσεις και ξεκινάμε σήμερα έναν μεγάλο συλλογικό αγώνα. Έχουμε σχέδιο, ξέρουμε πώς, θέλουμε να ανατρέψουμε αυτή την σκληρή πραγματικότητα.
Και ξεκινάμε έναν συλλογικό αγώνα για να βάλουμε ένα τέλος σε αυτή την κατηφόρα. Και να φέρουμε την Ελλάδα εκεί που αξίζει στις γενιές του τώρα και κυρίως στις γενιές του αύριο.
Κάθε δημοκρατικός άνθρωπος, κάθε προοδευτικός πολίτης έχει θέση σε αυτή τη μεγάλη προσπάθεια.
Γνωρίζω ότι είναι δύσκολες οι μέρες που περνάμε, αλλά ας μην ξεχνάμε: Πάντοτε, το πιο βαθύ σκοτάδι είναι λίγο πριν έρθει η αυγή και λίγο πριν ξημερώσει.
Σας ευχαριστώ θερμά.