Στις περισσότερες χώρες της δυτικής Ευρώπης, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, η δημιουργία ενός σύγχρονου κράτους πρόνοιας και ταυτόχρονα ενός παρεμβατικού, σε επίπεδο οικονομίας, κράτους συνδέθηκε στενά με τα δίκτυα παραγωγής και διανομής ενέργειας. Μεταπολεμικά, η ενέργεια έγινε αντιληπτή ως ένα δημόσιο αγαθό και διαδραμάτισε κυρίαρχο ρόλο στην αναγέννηση και την ανάπτυξη των διαλυμένων ευρωπαϊκών οικονομιών. Στην περίπτωση της Ελλάδας, με την παρέμβαση των αμερικανικών αποστολών, το κατακερματισμένο τοπίο των ιδιωτικών επιχειρήσεων παραγωγής ενέργειας ενοποιήθηκε και κρατικοποιήθηκε. Κεντρικός στόχος της νεοσυσταθείσας ΔΕΗ ήταν η αποτελεσματική και ταχύτερη εκμετάλλευση των ενεργειακών αποθεμάτων της χώρας, του λιγνίτη και των υδάτων. Ωστόσο, η κρίση της δεκαετίας του ’70 ανέδειξε τις αδυναμίες του, μέχρι τότε κυρίαρχου, προτύπου προπολεμικής ανάπτυξης το οποίο αφενός, είχε βασιστεί στην υπόθεση ότι οι σχετικές πηγές ενέργειας ήταν ανεξάντλητες και αφετέρου, αγνοούσε τις επιπτώσεις της απεριόριστης χρήσης καυσίμων με υψηλές εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα.
Η σχετική στρατηγική την οποία ακολούθησε η Ευρωπαϊκή Ένωση από την δεκαετία του 2000 για την απεξάρτηση της Ευρώπης από τα καύσιμα με υψηλές εκπομπές CO2 προς όφελος των ΑΠΕ, έδινε προτεραιότητα στη διάλυση των ισχυρών δημόσιων μονοπωλίων στο χώρο της ενέργειας. Η κεντρική υπόθεση ήταν ότι ένα αποκεντρωμένο ιδιωτικό σύστημα αγοράς ενέργειας θα μπορούσε μακροπρόθεσμα να εξασφαλίσει χαμηλότερες τιμές για τον καταναλωτή αλλά και για την οικονομία. Παράλληλα, το φυσικό αέριο αντιμετωπίστηκε ως το καύσιμο που θα γεφύρωνε τα κενά στη σχετική μετάβαση. Με αυτή τη λογική, επεκτάθηκε η εξάρτηση της Ευρώπης από το φυσικό αέριο.
Η στρατηγική της Ε.Ε. για την απανθρακοποίηση της, τις δύο τελευταίες δεκαετίες, ήταν αυτή που οδήγησε στην σημερινή γεωπολιτική και ενεργειακή κρίση. Σε πρώτο επίπεδο, η αύξηση της διείσδυσης των ΑΠΕ στο ενεργειακό μείγμα μεταφράστηκε σε αύξηση της εξάρτησης από τρίτες χώρες με τα σχετικά αποθέματα, όπως συνέβη στην περίπτωση της Ρωσίας. Σε δεύτερο επίπεδο, η διαρκής επέκταση των διαδικασιών διαμόρφωσης ενός συστήματος παραγωγής και κατανάλωσης ενέργειας με αγοραία κριτήρια, γρήγορα έδειξε ότι οι πιθανές κρίσεις αυτού του συστήματος θα μεταφέρονταν αναπόφευκτα, τόσο στην πραγματική οικονομία όσο και στον τελικό καταναλωτή.
Σήμερα, νοικοκυριά και οικονομία πλήττονται από την πανευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση η οποία προέκυψε ως αποτέλεσμα όλων των παραπάνω αντιφάσεων. Η Ελλάδα, όμως, πριν το ξέσπασμα της κρίσης, ήταν ήδη αντιμέτωπη με το φαινόμενο της ενεργειακής φτώχειας ύστερα από δέκα χρόνια λιτότητας και μνημονίων. Όπως ήταν αναμενόμενο, ανάλογα φαινόμενα εντάθηκαν: το 2022 το 30% των καταναλωτών καθυστερούσε την εξόφληση του λογαριασμού ενέργειας, ενώ το 35% δε μπορούσε να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του.
Παρόλο που κανείς δεν μπορεί να δώσει εύκολες απαντήσεις σε τέτοια προβλήματα, εντούτοις, στις σημερινές ακραίες συνθήκες πληθωρισμού, το κράτος καλείται να παρέμβει με τέτοιο τρόπο ώστε η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών να μπορέσει να διαχειριστεί το κόστος της ενέργειας. Όπως δηλαδή συμβαίνει ήδη σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες και όπως προτείνει και ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Η στήριξη των κοινωνικών τιμολογίων μέσα από το σύστημα του δημόσιου πυλώνα παραγωγής ενέργειας και η άμεση μείωση του ΦΠΑ σε ενέργεια και καύσιμα βρίσκονται μεταξύ των σχετικών προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ για την αντιμετώπιση της ενεργειακής κρίσης.
Στα πλαίσια μιας μελλοντικής βιώσιμης και προοδευτικής αντίληψης δεν περιλαμβάνεται μόνο η διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα των δικτύων. Περιλαμβάνεται και η αξιοποίηση των ΑΠΕ, ο τεχνολογικός χαρακτήρας των οποίων επιτρέπει τη χρήση τους από όλες και όλους εμάς. Συνεπώς, προϋπόθεση αποτελεί και η δημιουργία εκείνου του θεσμικού πλαισίου που θα επιτρέψει την ισότιμη παραγωγή και αποθήκευση ηλεκτρικής ενέργειας από καταναλωτές, μικρομεσαίες επιχειρήσεις και τοπικές κοινωνίες. Αυτό με τη σειρά του στο μέλλον, θα ανατρέψει την τάση δημιουργίας υπερκερδών από τις μεγάλες ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Εν κατακλείδι, στο παρόν και στο μέλλον κυριαρχούν δυο διαφορετικά, πλην αλληλένδετα, διακυβεύματα. Σήμερα προτεραιότητα αποτελούν η κρατική παρέμβαση για την συγκράτηση του κόστους ενέργειας και η προστασία του λαϊκού εισοδήματος. Για το μέλλον, σημασία έχει ένα όραμα: αυτό της συμμετοχής στην παραγωγή και κατανάλωση ενέργειας από το σύνολο της κοινωνίας.
Πρώτη δημοσίευση, ieidiseis.gr