Το δικαίωμα στη στέγαση κατατάσσεται στα θεμελιώδη δικαιώματα του ευρωπαίου πολίτη και που σύμφωνα με την παρ.4 του άρθρου 21 του Ελληνικού Συντάγματος η απόκτηση κατοικίας από αυτούς που τη στερούνται ή που στεγάζονται ανεπαρκώς αποτελεί αντικείμενο ειδικής φροντίδας του Κράτους. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι το κοινωνικό αυτό δικαίωμα έχει συνθλιβεί και η κυβέρνηση της Ν.Δ. φέρει ευθύνη για τη διόγκωση της κρίσης καθώς με τις όψιμες παρεμβάσεις της ενθάρρυνε σε μεγάλο βαθμό το στεγαστικό αποκλεισμό.
Αποτελεί καθήκον και υποχρέωση να μπει ένα τέλος στην απουσία μεσοπρόθεσμου και μακροπρόθεσμου σχεδιασμού που να δίνει λύσεις σε αυτό των εθνικών διαστάσεων ζήτημα.
Τα δημοσιευμένα σχετικά στοιχεία διεθνών οργανισμών για την Ελλάδα είναι απογοητευτικά: η αναλογία μισθού-κόστους στέγασης είναι η χειρότερη σε όλη την Ευρώπη, το ποσοστό των νέων που ξοδεύουν πάνω από το 40% του μισθού τους για έξοδα στέγασης ανέρχεται στο 31,1% κατατάσσοντας μας πρωταθλητές στη συγκεκριμένη κατηγορία, το 2023 εκτοξεύθηκε στο 47,3% το ποσοστό των νοικοκυριών που δυσκολεύονται να πληρώσουν δάνεια, ενοίκια και λογαριασμούς κοινής ωφέλειας, από 29,1% το 2022, με το ποσοστό να αγγίζει το δυσθεώρητο 80% στα φτωχά νοικοκυριά, ενώ το 26% του πληθυσμού διαβιεί υπό τον κίνδυνο φτώχειας, ακραίας υλικής και κοινωνικής αποστέρησης κατατάσσοντας μας ως τη τέταρτη φτωχότερη χώρα της Ευρώπης. Η σκοπούμενη πολιτική της Ν.Δ. αποτυπώνεται με: τη διοχέτευση μόλις 0,3% του ΑΕΠ στη στεγαστική πολιτική όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος αγγίζει το 0,6%, το μηδενικό απόθεμα κοινωνικής κατοικίας, όταν το ίδιο το Συμβούλιο της ΕΕ στις συστάσεις προς τη χώρα του Ιουνίου του 2024 τονίζει την αναγκαιότητα επενδύσεων στη κοινωνική στέγαση και ενώ για παράδειγμα στην κεντρική και βόρεια Ευρώπη το ποσοστό κοινωνικής κατοικίας κυμαίνεται μεταξύ 20-30% και τα μη διατεθειμένα, στο σκέλος της προσφοράς κατοικίας, σπίτια, που αγγίζουν τις 800.000.
Οι αριθμοί δε ψεύδονται, η στεγαστική κρίση επιδεινώνεται. Η κρίση για τους πολλούς, για τους ευάλωτους, είναι ευκαιρία για τους λίγους. Έτσι, επιχειρείται η ανεστραμμένη αναδιανομή της κατοικίας από τα χαμηλότερα και μικρομεσαία κοινωνικά στρώματα προς τα ανώτερα. Η έλλειψη οικονομικά προσιτής στέγης και η αδυναμία προστασίας της πρώτης κατοικίας ευνοούν τη συγκέντρωση αυτού του «κεφαλαίου», αυτού του χαρτοφυλακίου ακινήτων σε λίγους, με άμεσα ευνοούμενους τους μεγαλοϊδιοκτήτες, τις τράπεζες και τα funds. Εν προκειμένω, ο πολιτικός σχεδιασμός οφείλει να θέσει στο επίκεντρο τους ασθενέστερους οικονομικά πολίτες που είναι πιο ευάλωτοι στους κλυδωνισμούς των κρίσεων. Αυτούς που τα τελευταία χρόνια βρίσκονται στο μάτι του κυκλώνα μίας πολυκρίσης, οικονομικής, πληθωριστικής, ενεργειακής, περιβαλλοντικής, κλιματικής, στεγαστικής. Αυτούς που αδυνατούν να ακολουθήσουν τις εξελίξεις της πράσινης μετάβασης που θα τους επέτρεπε π.χ. να τύχουν εξοικονόμησης δαπανών στέγασης. Αποτελεί καθήκον να σπάσουμε το φαύλο κύκλο που θα τους καθιστά ακόμα πιο ευάλωτους, και που θα διευρύνει τις κοινωνικές ανισότητες. Προς τούτο απαιτείται ένας σχεδιασμός, με όρους βιωσιμότητας που να θέτει στο επίκεντρο τους ασθενέστερους.
Εμείς, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, λέμε ότι όσο είναι σε ισχύ ο πτωχευτικός νόμος του κ. Μητσοτάκη, όσο δεν προστατεύεται η πρώτη κατοικία και όσο δε μπαίνουν περιορισμοί στη βραχυχρόνια μίσθωση, η στεγαστική κρίση θα σοβεί. Στο υφιστάμενο έλλειμμα δημόσιας πολιτικής και στην κυβερνητική αναποτελεσματικότητα προτείνουμε αρχικά: τη δημιουργία Υφυπουργείου Στεγαστικής Πολιτικής, τη σύσταση οργανισμού, στα πρότυπα του ΟΕΚ, για την κατασκευή και διάθεση κοινωνικής στέγης, το σχεδιασμό προγραμμάτων για τη δημιουργία δημόσιας κοινωνικής στέγης, την αποτροπή πλειστηριασμών και την προστασία της α’ κατοικίας, την αύξηση της επιδότησης ενοικίου, την εξάλειψη της αστεγίας και την κάλυψη των στεγαστικών αναγκών φοιτητών και δημόσιων υπαλλήλων σε περιοχές που παρουσιάζεται έξαρση του προβλήματος.
Η στεγαστική κρίση έχει διαστάσεις εθνικού ζητήματος. Το πρόβλημα δεν είναι για εύκολους λύτες, είναι όμως για λύτες που αντιλαμβάνονται και αντιμετωπίζουν τη στέγη ως κοινωνικό αγαθό, ως δικαίωμα, και όχι ως πεδίο «παιχνιδιού» των ισχυρών. Αυτό σημαίνει ότι η κυβέρνηση που θα το διαχειριστεί οφείλει να είναι με τους πολίτες και όχι με τα funds και τους Τραπεζίτες, όπως ξεκάθαρα συμβαίνει την τελευταία 5ετια στη χώρα.
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, 21/10/24