Κατάθεση Ερώτησης προς τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών και Ανάπτυξης
Την ανάγκη υιοθέτησης ρυθμιστικού πλαισίου για τις κινεζικές πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου, με στόχο τόσο την προστασία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όσο και των Ελλήνων καταναλωτών, αναδεικνύει ο Τομεάρχης Οικονομικών & Ανάπτυξης Κ.Ο. ΣΥΡΙΖΑ ΠΣ, Βουλευτής Ηρακλείου Χάρης Μαμουλάκης, καταθέτοντας σχετική Ερώτηση προς τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών και Ανάπτυξης, με την συνυπογραφή 16 ακόμη Βουλευτών.
Αναλυτικά η Ερώτηση προς τους Υπουργούς Εθνικής Οικονομίας & Οικονομικών και Ανάπτυξης, με θέμα: «Ανάγκη υιοθέτησης ρυθμιστικού πλαισίου, για τις κινεζικές πλατφόρμες ηλεκτρονικού εμπορίου, με στόχο τόσο την προστασία των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, όσο και των Ελλήνων καταναλωτών.»
Η συνεχώς αυξανόμενη παρουσία των κινεζικών κολοσσών ηλεκτρονικού εμπορίου στην ελληνική αγορά, ιδίως πλατφορμών όπως η Temu και η Shein, έχει πλέον λάβει διαστάσεις μείζονος οικονομικού και κοινωνικού ζητήματος, κυρίως λόγω της απουσίας ρυθμιστικών εργαλείων, που οδηγεί σε φαινόμενα εκτεταμένης απορρύθμισης της αγοράς. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι ο αριθμός των δεμάτων χαμηλής αξίας, που έφτασαν στην Ε.Ε. το 2024, διπλασιάστηκε, φτάνοντας τα 4,6 δισεκατομμύρια, με πάνω από το 90% αυτών, να προέρχονται από την Κίνα.
Η μαζική εισροή μικροδεμάτων χαμηλής αξίας, η αδυναμία ουσιαστικού τελωνειακού ελέγχου και η συστηματική αξιοποίηση του ευρωπαϊκού καθεστώτος ατελούς εισαγωγής (de minimis), έχουν δημιουργήσει συνθήκες άνισου και αθέμιτου ανταγωνισμού, για τις εγχώριες μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Ειδικότερα, σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσιοποιήθηκαν από την Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας (ΕΣΕΕ) για το 2024, επιβεβαιώνεται η σοβαρότητα της κατάστασης, καθώς φαίνεται ότι οι Έλληνες καταναλωτές πραγματοποίησαν αγορές συνολικής αξίας από 529 έως 627 εκατομμύρια ευρώ, μέσω των ανωτέρω κινεζικών πλατφορμών, ποσό που αφαιρέθηκε σχεδόν στο σύνολό του από τον τζίρο της εγχώριας μικρομεσαίας αγοράς. Η μερίδα αυτών των αγορών αντιστοιχεί πλέον έως και στο 20,9% του συνόλου των ηλεκτρονικών αγορών στη χώρα, ενώ η συνολική ζημιά για την ελληνική οικονομία εκτιμάται από την ΕΣΕΕ σε 188 έως 204 εκατομμύρια ευρώ, με σημαντικό αντίκτυπο στα δημόσια έσοδα και στην απασχόληση.
Η έκταση του προβλήματος και η αναγκαιότητα για παρέμβαση σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οδήγησε στην ανακοίνωση σχετικής συμφωνίας- ορόσημο, κατά τη διάρκεια του Συμβουλίου Ecofin της 13ης Νοεμβρίου 2025, βάσει της οποίας επισπεύδεται η κατάργηση του ελαχίστου ορίου αξίας 150 ευρώ, για την επιβολή δασμών σε εισαγόμενα μικροδέματα από χώρες εκτός Ε.Ε., με επικείμενες παρεμβάσεις εντός του 2026, κλείνοντας έτσι το «παράθυρο» για τις φθηνές διαδικτυακές αγορές που έχουν κατακλύσει Ελλάδα και Ευρώπη. Η θετική στάση της χώρας μας στην ανωτέρω πρωτοβουλία, αποτυπώθηκε στις δηλώσεις του αρμόδιου Υπουργού, ο οποίος συμμετείχε στο Συμβούλιο.
Ωστόσο, παρά τη γενικώς παραδεκτή ανάγκη για παρέμβαση, το φαινόμενο αυτό, δεν μπορεί να εξεταστεί αποκομμένα από την πραγματική οικονομική κατάσταση των ελληνικών νοικοκυριών, η οποία διαφέρει από την πλειονότητα των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών. Τα πρόσφατα στοιχεία της Eurostat, που είδαν το φώς της δημοσιότητας, καταδεικνύουν τη διαμορφωθείσα κατάσταση στην ελληνική κοινωνία, όταν στη χώρα μας καταγράφεται ο δεύτερος χειρότερος μέσος μισθός, πλήρους απασχόλησης, στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με μόλις 17.954 ευρώ, το 2024 και αύξησή του σε ετήσια βάση, μόλις 884 ευρώ, ήτοι ποσοστού της τάξεως του 5% καθώς το 2023 αντίστοιχα, ο μέσος μισθός ήταν 17.070 ευρώ. Δυστυχώς, η Ελλάδα, για το 2024, βρίσκεται στην προτελευταία θέση κατάταξης, μεταξύ των χωρών της Ε.Ε., αναφορικά με την αγοραστική δύναμη των πολιτών, και με το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης, να φτάνει στο 70% του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Ως εκ τούτου, αποδεικνύεται προδήλως, ότι οι χαμηλοί μέσοι μισθοί, η χρόνια συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης, η αυξανόμενη ακρίβεια που μαστίζει τη χώρα μας και η αδυναμία πολλών πολιτών να καλύψουν βασικές ανάγκες τους, με προϊόντα από την εσωτερική αγορά, είναι οι λόγοι που κατεξοχήν οδηγούν μεγάλη μερίδα καταναλωτών σε αναζήτηση φθηνότερων επιλογών. Οι κινεζικές πλατφόρμες εκμεταλλεύονται ακριβώς αυτή την οικονομική πίεση, στοχεύοντας επιθετικά σε κοινωνικές ομάδες, που δε διαθέτουν τα οικονομικά περιθώρια για εναλλακτικές λύσεις.
Με δεδομένα τα ανωτέρω, ανακύπτει το εξής ζήτημα: Ενώ η επιβολή ελέγχων και δασμολογικών μέτρων θεωρείται αναγκαία για την προστασία της ελληνικής επιχειρηματικότητας και των δημόσιων εσόδων, απαιτείται ταυτόχρονα μέριμνα, ώστε η ήδη επιβαρυμένη κοινωνική πλειοψηφία να μη βρεθεί αντιμέτωπη με νέες ανατιμήσεις που θα την πλήξουν δυσανάλογα. Η πολιτική αντιμετώπιση του θέματος, επομένως, πρέπει να συνδυαστεί με στοχευμένα μέτρα για την προστασία των καταναλωτών.
Κατά συνέπεια, ερωτώνται οι αρμόδιοι κ.κ. Υπουργοί:
1. Ποιος είναι ο κυβερνητικός σχεδιασμός, αναφορικά με την προστασία των ελληνικών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, από την ανεξέλεγκτη εισροή κινεζικών προϊόντων μέσω ηλεκτρονικών πλατφορμών καθώς και την αποκατάσταση συνθηκών υγιούς και δίκαιου ανταγωνισμού στην αγορά;
2. Σε περίπτωση υιοθέτησης δασμών ή άλλων ρυθμιστικών μέτρων, σε ευρωπαϊκό ή εθνικό επίπεδο, που βάσει των προσφάτων εξελίξεων, θεωρείται βέβαιη, ποια μέτρα προτίθεται να λάβει η κυβέρνηση για την προστασία των Ελλήνων καταναλωτών, που εξαιτίας των οικονομικών τους περιορισμών, στρέφονται σε τέτοιες πλατφόρμες για βασικά αγαθά καθώς η αγοραστική τους δύναμη είναι σημαντικά μειωμένη, συγκριτικά με την πλειονότητα των λοιπών ευρωπαϊκών χωρών και που είναι δεδομένο ότι θα πληγούν από την επικείμενη αύξηση των τιμών;
Οι Ερωτώντες Βουλευτές
Μαμουλάκης Χάρης
Ακρίτα Έλενα
Βέττα Καλλιόπη
Γαβρήλος Γιώργος
Δούρου Ειρήνη
Ζαμπάρας Μιλτιάδης
Καραμέρος Γιώργος
Κασιμάτη Νίνα
Κόκκαλης Βασίλειος
Κοντότολη Μαρίνα
Μεϊκόπουλος Αλέξανδρος
Μπάρκας Κωνσταντίνος
Νοτοπούλου Κατερίνα
Παναγιωτόπουλος Ανδρέας
Παπαηλιού Γιώργος
Τσαπανίδου Πόπη
Ψυχογιός Γεώργιος