Το νομοσχέδιο του Υπουργείου Παιδείας, με τίτλο «Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, Ειδικοί Λογαριασμοί Κονδυλίων Έρευνας Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων, Ερευνητικών και Τεχνολογικών Φορέων και άλλες διατάξεις» που μόλις προχθές ψηφίστηκε στη Βουλή, θα μπορούσε κάλλιστα να έχει τίτλο «Οι 3 ταφές της δημόσιας και δωρεάν παιδείας της κυρίας Κεραμέως».
Με την εξαίρεση των θετικών ρυθμίσεων για την ευελιξία των ΕΛΚΕ, με το συγκεκριμένο νομοσχέδιο, η κυβέρνηση και η ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας κατάφεραν να απαξιώσουν και να υποβαθμίσουν την ανώτατη εκπαίδευση της χώρας μας με 3 διαφορετικούς τρόπους.
Πρώτον, μέσα από την σύνδεση της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων με την αξιολόγηση τους.
Δεύτερον, μέσα από την εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των ιδιωτικών κολεγίων με αυτά των αποφοίτων των δημόσιων πανεπιστημίων.
Και τρίτον, μέσα από το κλείσιμο μεγάλου αριθμού υπό ίδρυσης νέων ακαδημαϊκών τμημάτων.
Με τον μετασχηματισμό της Α.Δ.Ι.Π. στη νέα Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης, το υπουργείο στην πραγματικότητα δεν έκανε τίποτα άλλο, παρά να αποποιηθεί την αρμοδιότητα για την ίδρυση, τον προσδιορισμό της σκοπιμότητας και τη λειτουργία όλων των ακαδημαϊκών τμημάτων της χώρας. Με αυτό τον τρόπο, μια αμιγώς πολιτική απόφαση, «ποια τριτοβάθμια παιδεία αρμόζει στους πολίτες της χώρας μας», μεταφέρθηκε σε ένα σώμα ειδικών που – βάση του νόμου ο οποίος θα διέπει την λειτουργία της νέας αρχής – δεν θα μπορεί παρά να γνωμοδοτεί με κριτήρια της αγοράς. Ωστόσο, το μεγαλύτερο πρόβλημα των διατάξεων για την νέα ΑΔΙΠ, είναι η σύνδεση των αποτελεσμάτων της αξιολόγησης των πανεπιστημίων που πραγματοποιεί η νέα αρχή, με την χρηματοδότηση των πανεπιστημίων, όπως προβλέπει το άρθρο 16 του σχεδίου νόμου.
Το μέτρο της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων με κριτήρια αξιολόγησής έρχεται να εφαρμοστεί μέσα σε συγκεκριμένες συνθήκες που διαμορφώθηκαν στα χρόνια της κρίσης. Θα υλοποιηθεί μέσα σε ένα πλαίσιο υποχρηματοδότησης, μιας δεκαετίας και πέραν, η οποία μόνο μερικώς αντιμετωπίστηκε την τελευταία διετία.
Θα υλοποιηθεί σε συνθήκες ακραίας υποστελέχωσης και γήρανσης του επιστημονικού προσωπικού μας.
Επομένως, το μέτρο της χρηματοδότησης των πανεπιστημίων με κριτήρια αξιολόγησής θα οδηγήσει με μαθηματική ακρίβεια στην ένταση των ανισοτήτων μεταξύ των διαφορετικών ιδρυμάτων της χώρας. Τα ήδη αναπτυγμένα πανεπιστήμια, τα καλύτερα στελεχωμένα και αυτά με δυναμικές και ανταγωνιστικές ερευνητικές υποδομές, θα αντλήσουν περισσότερους πόρους. Αντίθετα, αυτά που δεν έχουν ακόμα συγκροτήσει ισχυρούς ερευνητικούς βραχίονες δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν αυτή την δυνατότητα λόγω της υποχρηματοδότησης τους και θα οδηγηθούν, δια της διολισθήσεως, σε έναν φαύλο κύκλο υποχρηματοδότησης και τελικά στην απαξίωση.
Δεύτερον, η εξίσωση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων των κολεγίων με αυτά των αποφοίτων των δημόσιων πανεπιστημίων, οδηγεί στην πλήρη απαξίωση της αξίας των πτυχίων των τελευταίων. Ταυτόχρονα υπονομεύονται οι πρώτοι μετά από χρόνια μεγάλης έκτασης διαγωνισμοί του ΑΣΕΠ που δρομολογούνται αυτή την περίοδο, καθώς τα αποτελέσματα τους θα βουλιάξουν σε μια θάλασσά ενστάσεων που θα προκύψουν από την νομική απροσδιοριστία που η εν λόγω ρύθμιση προκαλεί. Με την διάταξη του άρθρου 50, ουσιαστικά, αίρεται στην πράξη το άρθρο 16 Συντάγματος που προστατεύει το κοινωνικό αγαθό της δημόσιας ανώτατης εκπαίδευσης.
Ταυτόχρονα, όμως, η απόδοση πλήρων επαγγελματικών δικαιωμάτων στους αποφοίτους των κολλεγίων λειτουργεί συμπληρωματικά και με το τελευταίο ατόπημα του εν λόγω νομοσχεδίου, δηλαδή με το οριστικό κλείσιμο 37 υπό σύσταση νέων ακαδημαϊκών τμημάτων. Οι νέοι φοιτητές, που θα απορροφούνταν στα νέα καινοτόμα ακαδημαϊκά πεδία που δημιουργήθηκαν από την προηγούμενη κυβέρνηση τα οποία κατάργησε η κ. Κεραμέως και η Κυβέρνηση ΝΔ, τεχνηέντως κατευθύνονται προς τα διάφορα ΙΕΚ που φέρουν, ατυχώς, τη Βούλα κάποιου ανύπαρκτου Αγγλικού Πανεπιστημίου.
Κάτι που θα το δούμε και στην Κρήτη, με την κατάργηση 6 τμημάτων του νεοσυσταθέν Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου και ειδικότερα των τμημάτων:
Μουσικών Σπουδών στο Ρέθυμνο (λειτουργεί από το 1999)
Επιστήμης & Τεχνολογίας Τροφίμων στο Ηράκλειο
Μηχανικών Βιοϊατρικής στο Ηράκλειο
Φυσικοθεραπείας στην Ιεράπετρα
Επιστημών Φυσικής Αγωγής & Αθλητισμού στον Άγιο Νικόλαο
Χημικών Μηχανικών στα Χανιά
Στην συγκρότηση των εν λόγω τμημάτων είχε οδηγηθεί ο τότε Υπουργός Παιδείας κύριος Γαβρόγλου μετά από πόρισμα επιτροπής που αποτελούνταν από ακαδημαϊκούς εγνωσμένου κύρους, της οποίας επικεφαλής ήταν ο πρόεδρος του Ιδρύματος Τεχνολογίας και Έρευνας (ΙΤΕ). Πάνω σε αυτό το πόρισμα «πάτησε» ο ιδρυτικός νόμος του ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ.
Ως προς τα συγκεκριμένα τμήματα, η ακαδημαϊκή κοινότητα και η κοινωνία της Κρήτης δεν έχουν λάβει καμία απάντηση – παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μας – για τους λόγους για τους οποίους «η συγκρότηση των νέων τμημάτων δεν ανταποκρίνονταν σε ακαδημαϊκά κριτήρια» όπως δηλώνει η νυν ηγεσία του Υπουργείου.
Για τα τμήματα που καταργήθηκαν, υπάρχουν εν εξελίξει επιτροπές με αρμοδιότητα τον προσδιορισμό των προγραμμάτων σπουδών και των απαιτούμενων υποδομών των σχετικών τμημάτων. Ενδεικτικό της προετοιμασίας που έχει γίνει είναι το ότι για παράδειγμα στον Άγιο Νικόλαο ο Δήμος σε συνεργασία με την διοίκηση του ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ. έχουν ήδη προσδιορίσει και τους χώρους στους οποίους θα αναπτύσσονταν οι αθλητικές υποδομές του υπό κατάργηση τμήματος Φυσικής Αγωγής και Αθλητισμού. Τα τμήματα αυτά δεν θα εντάσσονταν στο μηχανογραφικό του 2020 αλλά σε αυτό του 2021, και ως εκ τούτου, υπήρχε άφθονος χρόνος για την στελέχωση και συγκρότηση τους. Στην πραγματικότητα αυτό που στοχοποιήθηκε ήταν συνολικά το πρόγραμμα ανάπτυξης του ΕΛ.ΜΕ.ΠΑ. για λόγους πολιτικούς και όχι ακαδημαϊκούς.
Ενδεικτικό του ύφους και του ήθους διακυβέρνησης του κυρίου Διγαλάκη είναι και το ότι η διοίκηση του Ιδρύματος ενημερώθηκε την ίδια μέρα που εκδόθηκε η σχετική υπουργική απόφαση. Η ακαδημαϊκή κοινότητα, δηλαδή, ούτε ρωτήθηκε ούτε κλήθηκε να τοποθετηθεί επί του θέματος, γεγονός που αναδεικνύει και τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται ο συντοπίτης μου Υφυπουργός την έννοια του αυτοδιοίκητου των πανεπιστημίων.
Αυτή είναι δυστυχώς η αντίληψη της Κυβέρνησης ΝΔ για την ανάπτυξη του συστήματος της Εθνικής Παιδείας στην χώρα μας, αυτές είναι οι αντιλήψεις των κυβερνώντων για το δημόσιο διάλογο και τη δημοκρατική διαβούλευση. Με αυτήν όμως την τακτική, η Παιδεία μπαίνει σε περιπέτειες. Και υπεύθυνη γι’ αυτό, δεν είναι μόνο η πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας. Είναι και ο ίδιος ο Πρωθυπουργός προσωπικά!