Το νομοσχέδιο «Εκσυγχρονισμός περιβαλλοντικής νομοθεσίας, ενσωμάτωση στην ελληνική νομοθεσία των Οδηγιών 2018/844 και 2019/692 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου και λοιπές διατάξεις» αποτελεί μια απτή απόδειξη του τρόπου με τον οποίο η ΝΔ αντιλαμβάνεται την οικολογία.
Το περιβάλλον, στο σκεπτικό του κυβερνώντος κόμματος, είναι ένας πόρος προς αξιοποίηση και όχι μια αυτόνομη αξία που αξίζει να προστατευθεί. Οι νομοθετικές παρεμβάσεις του κυρίου Χατζηδάκη και του επιτελείου του αποβλέπουν στο να καλύψουν τις ελάχιστες υποχρεώσεις του Έλληνα νομοθέτη έναντι των ευρωπαϊκών οδηγιών και από εκεί και πέρα, να ξεπεραστεί το «εμπόδιο» των θεσμών περιβαλλοντικής προστασίας προς όφελος των υποτιθέμενων επενδύσεων.
Η φιλοσοφία αυτή του νομοθέτη της ΝΔ αποτυπώνεται σε πλήθος διατάξεων του παρόντος νομοσχεδίου. Αποκορύφωμα αυτής της στρεβλής αντίληψης είναι η ανορθολογική στρατηγική του Υπουργείου αναφορικά με τους Φορείς Προστατευόμενων Περιοχών.
Φορείς όπως το Εθνικό Θαλάσσιο Πάρκο Αλόννησου ή ο Φορέας Διαχείρισης Εθνικού Δρυμού Σαμαριάς έχουν υπάρξει για πάνω από δύο δεκαετίες πυρήνες τοπικής ανάπτυξης και προστασίας των τοπικών οικοσυστημάτων στη χώρα μας, θωρακίζοντας, αλλά και αναδεικνύοντας τις φυσικές αρετές μεμονωμένων περιοχών. Η ανάπτυξη τους ήταν άμεσα συνδεδεμένη με την Ευρωπαϊκή Περιβαλλοντική Πολιτική η οποία, μαζί με την ανάδειξη των περιοχών Natura, πίεζε τα κράτη μέλη να δημιουργήσουν ένα σύστημα διακυβέρνησης για τα τοπικά οικοσυστήματα τους.
Η προηγούμενη κυβέρνηση έκανε σημαντικά βήματα στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του συστήματος διαχείρισης των ΦΔΠΠ προωθώντας- παράλληλα με την αναγνώριση όλων των περιοχών με προστατευόμενα είδη χλωρίδας και πανίδας ως περιοχών Natura- και την ίδρυση νέων φορέων, όπου αυτοί δεν υπήρχαν. Η πολιτική αυτή ασκήθηκε σε πείσμα των δημοσιονομικών περιορισμών, και μάλιστα, με ισχυρές μέριμνες ώστε να εξασφαλιστούν οι θέσεις εργασίας των φορέων αυτών. Εξάλλου, από τις τελευταίες πράξεις της προηγούμενης διοίκησης του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας ήταν η έγκριση των οργανογραμμάτων των νέων οργανισμών σε όλη την Ελλάδα.
Το σημερινό νομοσχέδιο του κυρίου Χατζηδάκη λειτουργεί με γνώμονα την εξοικονόμηση πόρων. Άλλα ως γνωστόν «Ουκ αν λάβοις παρά του μη έχοντος». Με το υπό ψήφιση σχέδιο νόμου όλοι οι ΦΔΠΠ αντικαθίστανται από τον Οργανισμό Φυσικού Περιβάλλοντος και Κλιματικής Αλλαγής (ΟΦΥΠΕΚΑ) και στις τοπικές κοινωνίες παραμένουν μόνο- όπου πρόλαβαν να συγκροτηθούν- τοπικές δομές που συγχωνεύονται στο νέο φορέα. Η δικαιολογία για αυτή την πολιτική είναι η έλλειψη υποδομών, η έλλειψη ανθρώπινου δυναμικού, η απουσία συντονισμού μεταξύ των φορέων και η εκ των πραγμάτων αδυναμία των νεώτερων από αυτούς τους φορείς να απορροφήσουν κοινοτικά κονδύλια.
Ο πραγματικός στόχος, ωστόσο, της νέας αυτής πολιτικής δεν είναι άλλος από την περιστολή της λειτουργίας των φορέων που διαχειρίζονται τους τοπικούς περιβαλλοντικούς πόρους σε τοπικό επίπεδο και η τήρηση της ελάχιστης απαιτούμενης ευρωπαϊκής νομιμότητας. Όλοι οι άνθρωποι του χώρου γνωρίζουν ότι οι θέσεις εργασίας στους ΦΔΠΠ συντηρούνται για χρόνια μέσα από ανανέωση βραχυχρόνιων συμβάσεων και η διατήρηση των φορέων αυτών εν ζωή προϋποθέτει αναπόφευκτα τη διατήρηση των θέσεων εργασίας εντός τους. Ο κ. Χατζηδάκης «ενσωματώνοντας» τους νέους φορείς στον ΟΦΥΠΕΚΑ ξεφορτώνεται τα τοπικά διοικητικά συμβούλια και αναβάλλει την εξεύρεση λύσης που είχε δρομολογηθεί από την προηγούμενη κυβέρνηση για τους εργαζόμενους. Παράλληλα η κίνηση αυτή συνοδεύεται και από την αφαίρεση των δύο βασικότερων αρμοδιοτήτων αυτών των τοπικών κυττάρων, δηλαδή τη συμμετοχή τους στη φύλαξη των περιοχών και τη γνωμοδότηση για τυχόν περιβαλλοντικές άδειες στην περιοχή αρμοδιότητας τους. Άρα η «ενσωμάτωση» καταλήγει κενό γράμμα στον νόμο καθώς ο στόχος είναι η κατάργηση των ΦΔΠΠ.
Η πολιτική όμως, της Νέας Δημοκρατίας στο συγκεκριμένο ζήτημα δεν είναι μόνο αντιπεριβαλλοντική. Εναντιώνεται στο δικαίωμα των τοπικών κοινωνιών να έχουν λόγο στη διαχείριση των περιβαλλοντικών τους πόρων. Για τις περισσότερες από αυτές τις περιοχές εκκρεμούσε η έκδοση ΠΔ που θα προσδιόριζε το περιεχόμενο των επιτρεπόμενων δραστηριοτήτων στο εσωτερικό τους. Οι τοπικές κοινωνίες μέχρι σήμερα συμμετείχαν μόνο στη διαχείριση των περιοχών αυτών. Από αύριο θα τους έχει αφαιρεθεί και αυτή η λειτουργία.
Τέλος, η παραπάνω κατεύθυνση του νομοσχεδίου δεν αποτελεί μεμονωμένη πολιτική. Λειτουργεί συνδυαστικά και με την κορυφαία αντιπεριβαλλοντική πτυχή του εν λόγω νομοσχεδίου, δηλαδή, αυτή της «ζωνοποίησης» των υφιστάμενων Natura ανάλογα με την έκταση των επιτρεπόμενων χρήσεων στο εσωτερικό τους. Βάσει των προβλέψεων του σχεδίου νόμου στα ΠΔ που θα εκδοθούν για τις περιοχές αυτές, θα προσδιορίζονται χρήσεις κατά το πρότυπο του πολεοδομημένου αστικού χώρου. Κατ’ ουσίαν, δηλαδή, ο νομοθέτης της ΝΔ μας λέει ότι στο εξής ο προσδιορισμός Natura δε θα λειτουργεί ως ένα διακριτό περιβαλλοντικό καθεστώς προστασίας, αλλά ως μια ακόμα «περιοχή» διαφορετικού τύπου οικονομικής ανάπτυξης και διακριτών χρηματοδοτικών εργαλείων.
Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι στο οικονομικό περιβάλλον που θα διαμορφωθεί την επόμενη μέρα της πανδημίας ο δημόσιος διάλογος θα εξελιχθεί με τέτοιο τρόπο ώστε η αναγκαιότητα για νέες θέσεις εργασίας να πιέζει για νέες μορφές απορρύθμισης, προώθησης ελαστικότερων μορφών εργασίας και χαλάρωσης των κανόνων περιβαλλοντικής προστασίας. Η διαχωριστική γραμμή μεταξύ των κομμάτων θα είναι η θέση τους για το περιβάλλον και την εργασία. Από τη μία δηλαδή, η θέση του ΣΥΡΙΖΑ που αντιμετωπίζει τις επενδύσεις μέσα σε ένα πλαίσιο ωφέλιμης ανάδειξης και βιώσιμης διατήρησης του περιβάλλοντος. Και από την άλλη, η θέση της ΝΔ που αντιμετωπίζει τη θεσμική περιβαλλοντική προστασία ως εμπόδιο των επενδύσεων. Με το νομοσχέδιο που αναμένεται να ψηφιστεί, ο Υπουργός Περιβάλλοντος απλά πιστοποιεί θεσμικά την ιδεολογία της ΝΔ για το περιβάλλον.