Η Κυβέρνηση της ΝΔ, αγνοώντας κάθε αντίδραση, θέτοντας στο περιθώριο τις τοπικές κοινωνίες, τους φορείς και τις περιβαλλοντικές οργανώσεις της χώρας, προχώρησε στην ψήφιση ενός νομοσχεδίου με άκρως αντι-περιβαλλοντική φιλοσοφία.
Με αυτό το νομοσχέδιο όμως, αποκαλύφτηκε ο διαφορετικός τρόπος με τον οποίο ΝΔ και ο ΣΥΡΙΖΑ αντιλαμβάνονται όχι μόνο το περιβάλλον, αλλά και τους θεσμούς που το προστατεύουν.
Ο Υπουργός κ. Χατζηδάκης, αυτάρεσκα, δήλωνε στη Βουλή ότι το κόμμα του είναι υπέρ της επιχειρηματικότητας, σε αντίθεση προφανώς με εμάς στον ΣΥΡΙΖΑ, που, κατά τα λεγόμενα της ΝΔ, όταν βλέπουμε επιχειρηματίες αλλάζουμε πεζοδρόμιο. Είναι άραγε πρόβλημα το ότι ο Υπουργός οραματίζεται ένα νέο κύκλο επενδύσεων στο περιβάλλον. Απάντηση: Όχι! Καθόλου!
Η ευρωπαϊκή πράσινη συμφωνία έχει δώσει το σινιάλο και τα μέσα για την κατεύθυνση των ευρωπαϊκών επενδύσεων την επόμενη δεκαετία. Το μέλλον ανήκει στον πράσινο μετασχηματισμό της ευρωπαϊκής οικονομίας. Μπορεί τα μέσα που διέθετε η Ευρώπη για αυτό τον στόχο πριν από την κρίση να μην επαρκούσαν, αλλά η προοπτική ήταν σαφής. Οι στόχοι της ευρωπαϊκής πράσινης συμφωνίας γίνονται ακόμα πιο επίκαιροι σήμερα που βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας νέας βαθιάς ύφεσης. Ύφεση από την οποία δεν θα εξέλθουμε παρά μόνο μέσα από έναν μεγάλο γύρω δημόσιων, ή με δημόσιο σχεδιασμό, επενδύσεων.
Που θα γίνουν αυτές οι επενδύσεις;
Στην ενεργειακή μετάβαση, στις περιβαλλοντικές υποδομές, στην κυκλική οικονομία, στο «πρασίνισμα» όλων των μέσων μεταφοράς και στις υποδομές μεταφοράς κ.α. Είναι όμως το «πράσινο», μόνο ένα νέο πεδίο επενδυτικής δραστηριότητας; Η απάντηση και εδώ είναι εύκολη. Όχι!
Εξάλλου, η λογική μιας οικολογικής μετάβασης εξυπηρετεί τον στόχο της αειφορίας και της συντήρησης των ευαίσθητων περιβαλλοντικών πόρων της χώρας μας. Το συγκεκριμένο νομοσχέδιο λοιπόν, χαρακτηρίζεται από την παραπάνω αντίφαση.
Για να ενισχύσει τις «πράσινες» επενδύσεις, θυσιάζει το πράσινο. Για να ενισχύσει τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας καταπατάει το περιβάλλον. Για να ενισχύσει τις επενδύσεις στην ανακύκλωση θυσιάζει την κυκλική οικονομία. Για να ενισχύσει τις επενδύσεις στον «οικοτουρισμό» καταστρέφει τις περιοχές Natura.
Ας πάρουμε την περίπτωση των μεταβολών που κάνει ο Υπουργός στο σύστημα περιβαλλοντικής αδειοδότησης της χώρας.
Ο νόμος εισάγει αυστηρές προθεσμίες για την έκδοση των περιβαλλοντικών αδειών. Επεκτείνει την «διάρκεια ζωής» των υφιστάμενων εν ενεργεία ΑΕΠΟ σε όλη την χώρα και ιδιωτικοποιεί το σύστημα περιβαλλοντικών ελέγχων παραχωρώντας την σχετική δημόσια λειτουργία στα ίδια μελετητικά γραφεία που τις συντάσσουν. Κάποιος σε αυτή την αίθουσα έκανε λόγο, μάλιστα, για την «Δημοκρατία των Μελετητών», αν θυμάμαι καλά. Κι επειδή ο κύριος Χατζηδάκης μας έφερε παραδείγματα ευρωπαϊκών χωρών με μεγαλύτερη «διάρκεια ζωής» από ότι στο ελληνικό σύστημα, ας δούμε λίγο αντίστοιχα παραδείγματα:
Πρώτον, σε χώρες όπως η Μεγάλη Βρετανία ή η Ολλανδία στις οποίες αναφέρθηκε, η διοίκηση αυτόματα αναθεωρεί μονομερώς σε τακτά χρονικά διαστήματα το περιεχόμενο των ΑΕΠΟ και καλεί τους διοικούμενους εντός 3μήνου να συμμορφωθούν. Εάν συμφωνεί σε αυτό, γιατί δεν συμπεριέλαβε ανάλογη πρόβλεψη και στο δικό του σχέδιο νόμου;
Δεύτερον, η οριζόντια, άνευ διαπιστωτικής πράξης, επέκταση της διάρκειας ζωής των ΑΕΠΟ με νόμο, δεν είναι σύμφωνη με το ενωσιακό δίκαιο. Αυτό εξάλλου, το έχουν επισημάνει και περιβαλλοντικές οργανώσεις, όπως η WWF, με τα υπομνήματα τους.
Τρίτον, η αξιολόγηση των τροποποιήσεων μιας ΑΕΠΟ σε ουσιώδης ή μη, επί της ουσίας από τον ίδιο των επενδυτή, παραβιάζει ευθέως το γράμμα των σχετικών ευρωπαϊκών οδηγιών. Άρα, οι διατάξεις αναφορικά με την τροποποίηση της περιβαλλοντικής νομοθεσίας δεν προσπαθούν να ισορροπήσουν μεταξύ οικονομικής αναγκαιότητας και περιβαλλοντικής προστασίας. Καταργούν την δεύτερη, προς χάριν της πρώτης.
Χαρακτηριστικό επίσης παράδειγμα αυτής της αντίληψης για τις επενδύσεις στο περιβάλλον αποτελούν οι προβλέψεις του νομοσχεδίου για τα στέρεα απορρίμματα και τα βιοαπόβλητα.
Η κυβέρνηση μετά την αδικαιολόγητη καθυστέρηση να εφαρμόσει το εν εξελίξει εθνικό σχέδιο χωριστής συλλογής βιοαποβλήτων, μεταφέρει την υποχρέωση έναρξης του τον Δεκέμβρη του 2022. Στην πραγματικότητα αποτρέπει τους ΟΤΑ από την επιλογή της «διαλογής στην πηγή» προωθώντας την ιδιωτικοποίηση στα συστήματα διαχείρισης απορριμμάτων και την καύση. Με αυτό τον τρόπο ο κ. Χατζηδάκης εγκαταλείπει την προοπτική της κυκλικής οικονομίας και των επενδύσεων που θα μπορούσαν να πραγματοποιηθούν σε όλη την αλυσίδα αξίας γύρω από την ελαχιστοποίηση του υπολείμματος των απορριμμάτων, καθώς οι επενδυτές που αυτός ενδιαφέρεται να υποστηρίξει, παρουσιάζουν την καύση ως πανάκεια.
Στο ίδιο πεδίο, εντύπωση προκαλεί η κατά περίπτωση προσέγγιση του ζητήματος της διαχείρισης των ΦΟΣΔΑ ειδικά από τις περιφέρειες Νοτίου Αιγαίου και Ιονίων νήσων.
Ο Υπουργός όφειλε να δώσει απαντήσεις για τον λόγο για τον οποίο σε αυτές και μόνο σε αυτές τις περιοχές οι ΟΤΑ πρώτου βαθμού θα στερηθούν το δικαίωμα να πάρουν τις δικές τους αποφάσεις αναφορικά με το σύστημα διαχείρισης των απορριμμάτων τους, πέρα και έξω, από κάθε λογική αποκέντρωσης και αυτοδιοίκησης.
Επιτρέψτε μου εδώ και ένα σχόλιο για την τροπολογία της τελευταίας στιγμής που έφερε ο κύριος Υπουργός για την συγχώνευση της ΕΔΕΥ με την ΔΕΠΑ Διεθνών.
Ο κ. Χατζηδάκης, μάλλον με την καθοδήγηση των επικοινωνιολόγων του, καταβάλλει τεράστιες προσπάθειες να είναι ήπιος, σοβαρός και να δίνει την εντύπωση ότι ξέρει τι κάνει. Ακόμα και όταν, όπως στην περίπτωση της ΔΕΠΑ, δεν έχει ιδέα τι κάνει εδώ και μήνες. Εξηγούμαι: Στις προγραμματικές του δηλώσεις ο Υπουργός, αφού κατήγγειλε τον ΣΥΡΙΖΑ για ιδεοληψία και κρατισμό, μας ενημέρωσε ότι η ΔΕΠΑ θα πουληθεί ως ενιαία εταιρεία. Προφανώς τότε αγνοούσε τους λόγους για τους οποίους η προηγούμενη κυβέρνηση, πείθοντας τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, είχε (α) επιλέξει την διάσπαση της, (β) είχε επιλέξει να διατηρήσει τα δίκτυα υπό δημόσιο έλεγχο μαζί με τα διεθνή έργα.
Ο λόγος ήταν προφανής. Τα διεθνή έργα της ΔΕΠΑ δεν ενδιέφεραν κανένα επενδυτή. Εμάς ενδιαφέρουν. Τη χώρα, την θέση της στο διεθνή καταμερισμό εργασίας και την εθνική οικονομία. Και καθώς αυτά τα έργα έχουν μεγάλους χρόνους μελετητικής ωρίμανσης και συναφή κόστη, η προηγούμενη κυβέρνηση εξασφάλισε και τα μέσα για την χρηματοδότηση τους μέσα από τα έσοδα της ΔΕΠΑ Δικτύων.
Τρεις μήνες μετά την ανάληψη των καθηκόντων του ο κ. Χατζηδάκης έδινε διαρροές ότι «αλλάζει το σχέδιο» και ότι η ΔΕΠΑ όντως θα πουληθεί σε δύο τμήματα καθώς αυτό φέρνει την χώρα και πιο κοντά στην λογική του unbundling, όπως αυτό προσδιορίζεται από τις ευρωπαϊκές οδηγίες. Προφανώς όμως, ούτε οι υποψήφιοι επενδυτές της ΔΕΠΑ Δικτύων ήθελαν τα διεθνή έργα.
Έτσι σήμερα ο κ. Χατζηδάκης έρχεται με το εξής καταπληκτικό σχέδιο: Η μετοχική συμμετοχή της χώρας στον East Med, για τον οποίο τόσο έχει πανηγυρίσει ο ίδιος και ορθά, να μεταφερθεί στην Εταιρεία Διαχείρισης Υδρογονανθράκων και τα ΕΛΠΕ να γίνουν συνέταιροι με το procuring agency από το οποία διεκδικούν τα οικόπεδα υδρογονανθράκων της χώρας! Η ΕΔΕΥ όμως, υπάρχει έτσι ώστε ο φορέας των προκηρύξεων στα οικόπεδα υδρογονανθράκων να έχει την απαιτούμενη ανεξαρτησία και ευελιξία από το κεντρικό κράτος, την πολιτική επιρροή και τα οικονομικά συμφέροντα των υποψήφιων ανάδοχων. Τι μας είπε ο κ. Χατζηδάκης; Η ΕΔΕΥ θα συμμετέχει σε μια εταιρεία που θα δημιουργεί έργα υποδομών που θα αλλάζουν την αξία των υπό δημοπράτηση περιουσιακών στοιχείων. Και θα συμμετέχει σε ένα έργο που όταν υλοποιηθεί θα είναι συμμέτοχος με τους ίδιους εκείνους φορείς του ιδιωτικού τομέα που θα «βάλουν τα λεφτά τους» για την υλοποίηση ανάλογων έργων. Μεγαλύτερη σύγκρουση συμφερόντων από αυτή δεν υπάρχει!
Για να επικυρώσει μάλιστα τη λογική των revolving doors μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, χαλάρωσε και τις προϋποθέσεις συμμετοχής στα Δ.Σ. των εν λόγω εταιρειών και αύξησε σκανδαλωδώς, τις αμοιβές σε αυτές τις εταιρείες!
Συμπερασματικά, το συγκεκριμένο νομοσχέδιο σε όλες του τις εκφάνσεις αντιμετωπίζει τους θεσμούς, και τα εργαλεία άσκησης πολιτικής που διαθέτει το δημόσιο για να διαχειρίζεται τους περιβαλλοντικούς πόρους, ως εχθρούς της επιχειρηματικότητας. Οι κεντρικές ιδέες που διατρέχουν την θάλασσα αυτή από ετερόκλητες διατάξεις είναι η απορρύθμιση των ελεγκτικών λειτουργιών του δημοσίου αναφορικά με το περιβάλλον, η διάλυση θεσμών με παρουσία και έργο στην επίλυση οικολογικών προβλημάτων στη χώρα μας και η συγκεντροποίηση των όποιων «περιβαλλοντικών» αρμοδιοτήτων στο κεντρικό κράτος ώστε να οργανωθεί η «άλωση» του περιβάλλοντος από τους Κυβερνητικούς «φίλους – επιχειρηματίες». «Από τα πάνω»!