Τα πρόσφατα μέτρα περιορισμού της κυκλοφορίας και η περιστολή της λειτουργίας των επιχειρήσεων αποκάλυψαν τη δυναμική του ενεργειακού χάρτη της χώρας μας. Σύμφωνα με το τελευταίο δελτίο ενέργειας του ΑΔΜΗΕ η ζήτηση ηλεκτρικής ενέργειας τη περίοδο της πανδημίας συρρικνώθηκε κατά 12,6%. Η συρρίκνωση δε αυτή συνοδεύτηκε και από μια δυσανάλογη μείωση της παραγωγής από λιγνιτικές μονάδες, κάνοντας την παραγωγή από ΑΠΕ να προσεγγίζει το πρωτόγνωρο και ενθαρρυντικό ποσοστό του 34%.
Για τους γνώστες της ελληνική αγοράς οι εξελίξεις αυτές δεν ήταν παράδοξες. Το ελληνικό σύστημα ηλεκτρικής ενέργειας εδώ και χρόνια στηρίζεται στην πραγματικότητα στις ΑΠΕ και στο φυσικό αέριο για να καλύψει τις βασικές του ανάγκες και χρησιμοποιεί τον λιγνίτη και τα υδροηλεκτρικά στις περιόδους αιχμής. H κρίση του κορωνοϊού μας έδωσε μια εικόνα από το ενεργειακό μέλλον της χώρας μας. Την εικόνα δηλαδή μιας κοινωνίας που ούτως ή άλλως σταδιακά απεξαρτάται από τα ορυκτά καύσιμα και στρέφεται προς περισσότερο βιώσιμες λύσεις.
Αυτή η ενεργειακή μετάβαση αποτυπώνεται πια και με τον πλέον επίσημο τρόπο σε όλα τα επίπεδα δημόσιου εθνικού και ευρωπαϊκού σχεδιασμού. Περιλαμβάνονταν στο φιλόδοξο στόχο που αρχικά είχε θέσει η ελληνική κυβέρνηση το 2019 για περί το 50% της ηλεκτροπαραγωγής από ΑΠΕ μέχρι το 2030, που με μικρές διαφοροποιήσεις αποτελεί και επί της παρούσας κυβέρνησης τον εθνικό μας στόχο. Αποτυπώνεται, αντιστοίχως, και στο επίπεδο του ευρωπαϊκού σχεδιασμού τόσο στους στόχους για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα και πλέον και στο κυοφορούμενο σχέδιο για μια νέα πράσινη συμφωνία (η οποία μένει να απαντηθεί αν θα είναι μέρος του σχεδίου για την ανάκαμψη της ευρωπαϊκής οικονομίας εν μέσω πανδημίας).
Η μετάβαση αυτή, όμως, κάθε άλλο παρά ανώδυνη ή χωρίς προβλήματα θα είναι. Η πορεία προς το «πρασίνισμα» της ελληνικής ηλεκτροπαραγωγής και εν γένει της ελληνικής οικονομίας είναι γεμάτη εμπόδια και σπαρμένη με ερωτήματα που κανείς δε γνωρίζει με βεβαιότητα τις απαντήσεις. Αναφέρω ενδεικτικά ορισμένα από αυτά:
Α) Η χωροθέτηση των ΑΠΕ: Η υπόθεση της Τήνου τις τελευταίες ημέρες επανέφερε στην επικαιρότητα τις αντιφάσεις του μοντέλου χωρικής ανάπτυξης των ΑΠΕ που έχουμε υιοθετήσει ως κοινωνία. Το προηγούμενο ειδικό χωρικό για τις ΑΠΕ επί της ουσίας δεν έθετε κανένα περιορισμό στη χωροθέτηση τους. Η χώρα καταδικάστηκε στα ευρωπαϊκά δικαστήρια για πλημμελή τήρηση της κοινοτικής οδηγίας επί ΝΔ και ΠΑΣΟΚ για τις περιοχές NATURA και, σε συνέχεια αυτού, η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ εκκίνησε την διαδικασία εκπόνησης ενός νέου ειδικού χωρικού. Η ελαστικοποίηση, ωστόσο, της εθνικής νομοθεσίας για τις περιοχές NATURA από τον κύριο Χατζηδάκη δεν αποτελεί καλό οιωνό. Ποιες δικλείδες ασφαλείας θα προβλέψουμε για την ισόρροπη ανάπτυξη των αιολικών σε όλη τη χώρα και τι μηχανισμούς διάχυσης των ωφελειών στις τοπικές κοινωνίες θα σχεδιάσουμε; Η προηγούμενη κυβέρνηση δημιούργησε το κανονιστικό πλαίσιο για τις ενεργειακές κοινότητες και νομοθέτησε την απόδοση τέλους 1% από τα έσοδα από τις ΑΠΕ στους καταναλωτές στις τοπικές κοινωνίες στις οποίες είναι εγκατεστημένες αλλά πρέπει να γίνουν πολλά ακόμα βήματα σε αυτή την κατεύθυνση. Πάνω από όλα, όμως, πρέπει να συζητήσουμε ανοικτά ποια θα είναι τα κριτήρια για τη χωροθέτηση των ΑΠΕ στη χώρα μας και να μην αφήσουμε μια τέτοια απόφαση στη δικαιοδοσία των «ειδικών».
Β) Ποια είναι η «τροχιά» που πρέπει να ακολουθήσει η απανθρακοποίηση της χώρας; Η συρρίκνωση της εξάρτησης από τον λιγνίτη αποτελεί κοινό τόπο στο πολιτικό σύστημα. Οι διαφορές εντοπίζονται στο ρυθμό της. Η ΝΔ προτάσσει την βίαιη και άμεση υποκατάσταση των λιγνιτικών μονάδων όχι από ΑΠΕ αλλά από μονάδες φυσικού αερίου. Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη προτάσσει μια πιο ήπια πορεία απολιγνιτοποίησης ώστε να έχουν χρόνο προσαρμογής οι τοπικές κοινωνίες και να μην ζημιωθεί η εθνική οικονομία από την εξάρτηση από ορυκτά καύσιμα που σήμερα εισάγουμε.
Γ) Ποιος θα είναι ο ρόλος της αποθήκευσης ενέργειας στο νέο ενεργειακό τοπίο; Η αύξηση της παραγωγής από ΑΠΕ συναντάει τα τεχνικά της όρια στις διακυμάνσεις της παραγόμενης ενέργειας από αιολικά ή φωτοβολταϊκά. Από ένα σημείο και έπειτα, η συμμετοχή των ΑΠΕ δεν μπορεί να αυξηθεί παρά μόνο μέσα από τη συνακόλουθη αύξηση των μέσων αποθήκευσης. Η τεχνολογία, όμως, στα μέσα αποθήκευσης βρίσκεται σε περίοδο αλματώδους αλλαγών. Πίσω από αυτές τις αλλαγές κρύβονται κοινωνικές επιλογές και προτεραιότητες που θα συναντήσουμε μπροστά μας. Θα προκρίνουμε μεγάλες συγκεντροποιημένες μορφές αποθήκευσης δημιουργώντας μεγάλα ιδιωτικά μονοπώλια ή θα προκρίνουμε ένα αποκεντρωμένο σύστημα κοντά στον ίδιο τον καταναλωτή-μικροπαραγωγό;
Αν όλες οι παραπάνω επιλογές έχουν πολλές εναλλακτικές απαντήσεις στις οποίες οι διαχωριστικές γραμμές μεταξύ δεξιάς και αριστεράς μοιάζουν να ξεθωριάζουν μπροστά από το πρόσταγμα ενός φιλόδοξου πανευρωπαϊκού Green New Deal, υπάρχει ένα σημείο που δυστυχώς τα πράγματα είναι ασπρόμαυρα. Και αυτό δεν είναι άλλο από τη θέση των πολιτικών κομμάτων σχετικά με το δημόσιο ή ιδιωτικό χαρακτήρα των δικτύων. Στο νέο ενεργειακό τοπίο οι υποδομές μεταφοράς και διανομής ενέργειας καλούνται να παίξουν ένα βαρύνοντα ρόλο εξαιτίας της αποκέντρωσης της παραγωγής και αποθήκευσης ενέργειας. Σε αυτό το πλαίσιο όμως, η εμπλοκή ιδιωτών σε αυτούς τους φορείς και οι πιέσεις τους για υπέρογκα κέρδη από το σύστημα σταθερών χρεώσεων θα μετακύλιε το κόστος της «πράσινης μετάβασης» στην ανταγωνιστικότητα της εθνικής οικονομίας και στον καταναλωτή. Για τον λόγο αυτό είναι, πιστεύω, αναγκαίο να υπογραμμίζουμε ότι οι ιδιωτικοποιήσεις στον τομέα αυτό, του ΑΔΜΗΕ και του ΔΕΔΔΗΕ εν προκειμένω, που ωριμάζει αυτή την περίοδο ο κύριος Χατζηδάκης είναι καταστροφικές για την εθνική οικονομία και επικίνδυνες για την απαιτούμενη κοινωνική συναίνεση στη «πράσινη μετάβαση».
Πρώτη δημοσίευση, Εφημερίδα των Συντακτών, 6 Ιουνίου 2020