Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη εφαρμόζει ένα νέο μοντέλο διακυβέρνησης για τη χώρα. Ένα μοντέλο διακυβέρνησης στο οποίο η πραγματικότητα έχει ελάχιστη σημασία στον βαθμό που διαμεσολαβείται από την επικοινωνία. Την τάση αυτή τη βλέπουμε σε όλα τα επίπεδα. Από τη διαχείριση της πανδημίας, τον τρόπο παρουσίασης της ύφεσης, την εθνικιστική ρητορική για τη διαχείριση εθνικών υποχωρήσεων στα ελληνοτουρκικά. Για την κυβέρνηση Μητσοτάκη, η γυναίκα τού Καίσαρα δεν έχει σημασία αν είναι τίμια, αρκεί να φαίνεται…
Η περίπτωση του ΒΟΑΚ αποτελεί το κατεξοχήν παράδειγμα αμιγούς επικοινωνιακής και μόνο διαχείρισης ενός πραγματικού προβλήματος που οδηγεί σε μεγάλες ζημιές της εθνικής οικονομίας και των τοπικών κοινωνιών στην Κρήτη. Ανακεφαλαιώνω το ιστορικό προς χάριν του επιχειρήματος. Τον Ιούνιο του 2018, επί κυβερνήσεως ΣΥΡΙΖΑ, προκηρύσσονται δύο διαγωνισμοί (ένας ως Σύμβαση Παραχώρησης και ένας ως ΣΔΙΤ) για την κατάθεση μη δεσμευτικών προσφορών για την υλοποίηση του ΒΟΑΚ. Οι διαγωνισμοί αυτοί αναμενόταν να προχωρήσουν στο δεύτερο στάδιο της προκήρυξής τους το φθινόπωρο του 2019 και υπήρξαν εξαιρετικά επιτυχημένοι, καθώς παρουσιάστηκε έντονο ενδιαφέρον από την αγορά, γεγονός που άνοιγε τον δρόμο για εκπτώσεις που θα μπορούσε να εξασφαλίσει το Δημόσιο στα δεσμευτικά στάδια των εν λόγω διαγωνισμών.
Την ίδια περίοδο η Ν.Δ. πολιτευόταν με την άποψη ότι η τότε ηγεσία τού υπουργείου Υποδομών κοροϊδεύει τον κόσμο, δεν σκοπεύει να ολοκληρώσει το έργο και στην πραγματικότητα δεν υπήρχε εν εξελίξει διαγωνισμός. Οι κυνικότεροι εκπρόσωποι του σημερινού κυβερνώντος κόμματος μάλιστα παρατηρούσαν ότι το έργο είναι ανέφικτο χωρίς διόδια υψηλότερα από αυτά της ηπειρωτικής Ελλάδας και γι’ αυτό η νέα κυβέρνηση θα τα έβλεπε όλα από την αρχή.
Από τη μέρα που ανέλαβε η σημερινή ηγεσία του υπουργείου Υποδομών ξεκίνησε το θέατρο του παραλόγου σε σχέση με το μέλλον του πολύπαθου έργου. Αρχικά, ο προηγούμενος διαγωνισμός χαρακτηρίστηκε ως μια «ιδέα» με κάτι «σκίτσα» και μοιράζονταν υποσχέσεις για επαναπροκήρυξη του έργου από μηδενική βάση μέχρι τις αρχές του 2020. Στη συνέχεια, η ηγεσία του υπουργείου Υποδομών έδινε διαρροές που κατηγορούσαν την προηγούμενη κυβέρνηση για τη χρηματοδοτική δυσπραγία του έργου και αντίθετα διαβεβαίωναν ότι η παρούσα κυβέρνηση και ο ίδιος ο πρωθυπουργός θα είχαν επιλύσει το ζήτημα μέχρι τον Φεβρουάριο του 2020.
Με το πέρας και αυτής της προθεσμίας την άνοιξη, η ηγεσία του υπουργείου Υποδομών έκανε την τελική «πιρουέτα» ανατρέποντας ό,τι είχε πει μέχρι εκείνη τη στιγμή. Το έργο, σύμφωνα με τα λεγόμενα των αρμόδιων υπουργών, καθυστερούσε πλέον επειδή δεν είχε ολοκληρωθεί η μελέτη περιβαλλοντικών επιπτώσεων, για την οποία ο κύριος Καραμανλής μεριμνούσε προσωπικά και τη συνέτασσε κάθε βράδυ ιδιοχείρως στο σπίτι του. Ο ΣΥΡΙΖΑ συνέχιζε να φταίει για τα πάντα, βεβαίως, αλλά αυτή τη φορά έφταιγε για την ελλιπή μελετητική ωρίμανση ενός έργου το οποίο υλοποιούνταν και άρα προφανώς ήταν κάτι παραπάνω από ένα σκίτσο και μια ιδέα.
Το σημερινό state of play του ΒΟΑΚ μπορούμε μόνο να το εικάσουμε πίσω από το επικοινωνιακό παραπέτασμα καπνού της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η σημερινή ηγεσία τού υπουργείου συνεχίζει τον διαγωνισμό που η ίδια κατήγγειλε από το 2018, αλλά, για κάποιον ακατανόητο λόγο, αρνείται να το ομολογήσει. Θα μπορούσε απλά να επικαλεστεί τη συνέχεια των θεσμών και του κράτους γι’ αυτή της την απόφαση, αλλά προφανώς κάτι τέτοιο δεν αρκεί. Παράλληλα, η κυβέρνηση αναζητά τεχνική λύση για τη χρηματοδότηση του έργου. Μαγικές λύσεις δεν υπάρχουν, το ξέρουμε όλοι. Ωστόσο, στοιχειώδης δημοκρατική ευαισθησία θα επέβαλε να παρουσιάσει τις επιλογές της και το σχέδιό της. Αν το έκανε αυτό, η αντίδραση του κρητικού λαού ίσως να ήταν πιο επιεικής. Γιατί με τη σημερινή τους στάση το μόνο που καταφέρνουν είναι να επιβαρύνουν την θέση τους…
Πρώτη δημοσίευση εφημ. Η ΑΥΓΗ 3/9/20