Είναι προφανές ότι οποιαδήποτε πρόβλεψη για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας στις παρούσες συνθήκες, είναι επισφαλής και παρακινδυνευμένη. Αυτό, φυσικά, δεν οφείλεται στην κυβέρνηση και στο οικονομικό της επιτελείο αλλά στις πρωτόγνωρες συνθήκες τις οποίες όλοι βιώνουμε εδώ και δύο χρόνια. Ωστόσο, η πανδημία δεν μπορεί να αποκρύψει τις κεντρικές παραλήψεις και τις ιδεοληψίες στην ασκούμενη οικονομική πολιτική της κυβέρνησης, οι οποίες, όπως είναι λογικό, αποτυπώνονται και στο μεσοπρόθεσμο πλαίσιο δημοσιονομικής στρατηγικής που ψηφίστηκε τις προηγούμενες μέρες στην Βουλή. Σε ό,τι ακολουθεί θα προσπαθήσω να περιγράψω τους πέντε λόγους για τους οποίους πιστεύω ότι το μεσοπρόθεσμο της κυβέρνησης Μητσοτάκη δεν είναι παρά ευχολόγιο του κυρίου Σκυλακάκη που προσπαθεί να βάλει τα προβλήματα τις ελληνικής οικονομίας «κάτω από το χαλί».
Λόγος πρώτος: Τι κάνει στην Ευρώπη ο Μητσοτάκης;
Η Ευρώπη και, κατ’ επέκταση και η Ελλάδα, έχει αποσοβήσει τα χειρότερα μέχρι στιγμής εξαιτίας της ευελιξίας που επέδειξε η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την Γενική Ρήτρα Διαφυγής από τους κανόνες του Συμφώνου Σταθερότητας. Ωστόσο, το έκτακτο καθεστώς της Γενικής Ρήτρας Διαφυγής δεν γνωρίζουμε με βεβαιότητα πόσο θα κρατήσει. Η πρόβλεψη περί της επαναφοράς του συμφώνου μετά το 2022 εναπόκειται στην αβεβαιότητα της πανδημίας αλλά και στις πολιτικές διεργασίες στο επίπεδο των ευρωπαϊκών θεσμών.
Η κυβέρνηση σήμερα πανηγυρίζει για το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης του δημοσίου τομέα. Όμως, το σημερινό κόστος δανεισμού της χώρας μας από τις χρηματαγορές δεν είναι αποτέλεσμα της πολιτικής της παρούσας κυβέρνησης αλλά το αποτέλεσμα του πανευρωπαϊκού έκτακτου προγράμματος αγοράς τίτλων λόγω πανδημίας που συρρίκνωσε το επιτόκιο δανεισμού όλων των χωρών – μελών. Και φυσικά, το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης του δημοσίου οφείλεται και στο «μαξιλάρι» των 37 δισ που κληρονόμησε η παρούσα κυβέρνηση, από την απελθούσα.
Τούτων δοθέντων, οι τυμπανοκρουσίες περί της άνθησης της ελληνικής οικονομίας εν μέσω πανδημίας, όπως αυτές αποτυπώνονται στο μεσοπρόθεσμο πρόγραμμα δημοσιονομικής στρατηγικής είναι μάλλον υπερβολικές. Όχι γιατί η χαλάρωση των κανόνων άσκησης δημοσιονομικής πολιτικής δεν αποτελούν τομή στο ιστορία της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής σε επίπεδο Ευρώπης. Αλλά επειδή για αυτή την αλλαγή η παρούσα κυβέρνηση δεν έχει συνεισφέρει καθόλου. Έχει λοιπόν ενδιαφέρον να ενημερωθούν οι Έλληνες πολίτες για την θέση της κυβέρνησης σε σχέση με τους πανευρωπαϊκούς κανόνες από τούδε και εφεξής. Θεωρεί το οικονομικό επιτελείο ότι η σημερινή προσωρινή χαλάρωση πρέπει να οδηγήσει σε μια μόνιμη τροποποίηση του συμφώνου σταθερότητας; Ή συντάσσεται ο Υπουργός Οικονομικών με φωνές, συχνά προερχόμενες από το Ευρωπαϊκό Λαϊκό Κόμμα, που επιχειρηματολογούν για την αναγκαιότητα επιστροφής από το 2023 στην πανευρωπαϊκή λιτότητα; Από το μεσοπρόθεσμο και τις προβλέψεις του που ψηφίστηκε τις προηγούμενες μέρες στην Βουλή, καταλαβαίνουμε ότι μάλλον ισχύει το δεύτερο.
Λόγος δεύτερος: Απότομο πάγωμα των επιδομάτων
Στις προβλέψεις του μεσοπρόθεσμου περιλαμβάνονταν τα μέχρι σήμερα ψηφισμένα μέτρα για την στήριξη των πληττόμενων κοινωνικών κατηγοριών από τις συνέπειες της πανδημίας. Το μεσοπρόθεσμο ωστόσο, δεν προεξοφλούσε κανένα επιπρόσθετο μέτρο που θα χρειαστεί να πάρει η ελληνική κυβέρνηση το επόμενο διάστημα. Δεν προέβλεπε δηλαδή ένα, μειούμενο έστω, μαξιλάρι ασφαλείας για τα έτη 2022 και 2023, παρόλο που όλοι γνωρίζουμε ότι τα μέτρα περιορισμού που εφαρμόζει η κυβέρνηση είναι, και θα συνεχίσουν να είναι, «ευέλικτα», θα συνεχίσουν να εντείνονται σε εθνικό ή τοπικό επίπεδο ανάλογα με το μέλλον του ιού και των μεταλλάξεων του.
Ωστόσο, το μεσοπρόθεσμο παίρνει ως παραδοχή ότι η πανδημία τελείωσε και ότι δεν θα χρειαστεί κανένα επιπρόσθετο μέτρο στήριξης των πληττόμενων κοινωνικών κατηγοριών. Κι αυτό, ενώ τόσο οι διεθνείς οργανισμοί όσο και η αιτιολογική έκθεση του ίδιου του μεσοπρόθεσμου χαρακτηρίζουν ως «ζωτικής σημασίας» την σταδιακή μόνο αποκλιμάκωση των εθνικών μέτρων στήριξης του ιδιωτικού τομέα και της εργασίας. Για τον λόγο αυτό, υπό της παρούσες συνθήκες, η ελληνική οικονομία δεν απειλείται μόνο από την απότομη επαναφορά της λιτότητας αλλά και από το «έμφραγμα» του ακαριαίου τέλους των επιδομάτων προς τον ιδιωτικό τομέα μετά το τέλος του καλοκαιριού.
Λόγος τρίτος: Η αργή ανάκαμψη του τουρισμού
Η πρόβλεψη για ισχυρή ανάκαμψη της οικονομίας στη χώρα μας στηρίζεται στην υπόθεση της άμεσης και γρήγορης ανάκαμψης της διεθνούς τουριστικής ζήτησης. Μάλιστα, το Υπουργείο Οικονομικών είναι τόσο αισιόδοξο που μας καλεί σήμερα να συμφωνήσουμε ότι τα συνολικά φορολογικά έσοδα, χωρίς αυξήσεις σε καμία κλίμακα, θα είναι το 2022 υψηλότερα από το 2019 ήτοι 90.192 εκατ. ευρώ έναντι 89.620 εκατ. ευρώ.
Η αισιοδοξία αυτή όμως, δεν υποστηρίζεται από τα μηνύματα της τουριστικής αγοράς, ούτε από την στάση των ευρωπαϊκών ηγεσιών που επιμένουν στην σκληρή γραμμή στο ζήτημα της χαλάρωσης των μέτρων περιορισμού των διεθνών ταξιδιών και δεν υποστηρίζεται και από την στάση που κρατάει η Μεγάλη Βρετανία σχετικά με τον υγειονομικό κίνδυνο που παρουσιάζει η χώρα μας. Πάνω από όλα, όμως, η αισιοδοξία του Υπουργείου Οικονομικών δεν υποστηρίζεται ούτε από τις προβλέψεις των διεθνών οργανισμών όπως ο Παγκόσμιος Οργανισμός Τουρισμού για την αναμενόμενη ανάκαμψη της παγκόσμιας ζήτησης τουριστικών υπηρεσιών. Αν δηλαδή ο Π.Ο.Υ. και το τουριστικό βαρόμετρο σήμερα προβλέπει ότι η επαναφορά της διεθνούς τουριστικής ζήτησης στα προ του 2020 επίπεδα θα γίνει σε δύο με τρία χρόνια, μέσα από ποιες παραδοχές υποστηρίζει ο κύριος Σκυλακάκης ότι τα έσοδα από τον τουρισμό θα έχουν αποκατασταθεί μέχρι το 2022;
Λόγος τέταρτος: Κακή ποιότητα των επενδύσεων του Σχεδίου «Ελλάδα 2.0»
Η πανδημία οδήγησε στην αποκάλυψη του δυσθεώρητου ελλείματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της χώρας μας. Ως γνωστόν, το έλλειμα αυτό από την μεταπολίτευση και μετά καλύπτεται κατά το 1/3 από τα τουριστικά έσοδα. Το έλλειμα αυτό βεβαίως δεν είναι καινούργιο. Είναι ο «ελέφαντας μέσα στο δωμάτιο» σχετικά με τις ελλείψεις και τις αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας οι οποίες αποκαλύφθηκαν εκ νέου εν μέσω της σοβούσας κρίσης.
Την στιγμή του «σοκ», κατά τη διάρκεια δηλαδή τις περιστολής τις λειτουργίας των οικονομικών δραστηριοτήτων και εν μέσω της κατάρρευσης της ελληνικής οικονομίας, οι ελληνικές εξαγωγές διατήρησαν τον δυναμισμό τους. Μάλιστα στην αιτιολογική έκθεση του μεσοπρόθεσμου αναφέρεται ότι το δεύτερο εξάμηνο του 2020 οι ελληνικές εξαγωγές σημείωσαν ρεκόρ φτάνοντας τα 8 δισ ευρώ.
Το ερώτημα όμως για το μέλλον της ελληνικής οικονομίας είναι το τι κάνουμε εμείς για να ενισχύσουμε τον δυναμισμό των εξαγώγιμων κλάδων της ελληνικής οικονομίας. Και, συγκεκριμένα, τι μέρος από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης σκοπεύουμε να κατευθύνουμε, στην μεταποίηση προϊόντων υψηλής προστιθέμενης αξίας, στην περιβαλλοντική αναβάθμιση της ελληνικής βιομηχανίας – βιοτεχνίας και στην εμπέδωση ενός μοντέλου κυκλικής οικονομίας στην μεταποίηση.
Η απάντηση της κυβέρνησης Μητσοτάκη στο ερώτημα αυτό είναι, δυστυχώς, θλιβερή. Σύμφωνα με την παρουσίαση της ελληνικής πρότασης για το Ταμείο Ανάκαμψης 400 εκατ. είναι όλες οι ενισχύσεις που έχουν προβλεφθεί για την βιομηχανία και την ναυτιλία μαζί. Ενώ, ταυτόχρονα, η κυκλική οικονομία απουσιάζει παντελώς από το Σχέδιο «Ελλάδα 2.0»
Λόγος πέμπτος: Οικονομία που στηρίζεται στα χαμηλά ημερομίσθια
Το πρόβλημα, εν κατακλείδι, με την πρόταση της ΝΔ για το Ταμείο Ανάκαμψης είναι το μοντέλο ανάπτυξης για την χώρα που τόσο το μεσοπρόθεσμό όσο και το σχέδιο «Ελλάδα 2.0» προδιαγράφουν. Ένα μοντέλο ανάπτυξης που στηρίζεται στις δραστηριότητες έντασης εργασίας και στα χαμηλά ημερομίσθια. Ένα μοντέλο ανάπτυξης που συνδέεται με ένα μοντέλο χρηματοδότησης της οικονομίας με αμιγώς τραπεζικά και καθόλου οραματικά/αναπτυξιακά κριτήρια. Ένα μοντέλο ανάπτυξης στο οποίο η χρηματοδότηση θα κατευθύνεται στους κλάδους που ήταν δυναμικοί όταν κατέρρευσε η ελληνική οικονομία, δηλαδή στον τουρισμό, στις κατασκευές, στην κτηματομεσιτική αγορά και στις ιδιωτικοποιήσεις. Ένα μοντέλο ανάπτυξης, κοινώς, που δεν προβλέπει τίποτα για την εργασία, τίποτα για τους μικρομεσαίους και τίποτα για τον πράσινο παραγωγικό μετασχηματισμό της οικονομίας μας.
Πρώτη δημοσίευση ieidiseis.gr, 6/7/21