Το οικονομικό έτος 2021-2022 ξεκινάει για την ελληνική οικονομία με μια μεγάλη πρόκληση και ένα τεράστιο ερωτηματικό.
Το ερωτηματικό, βεβαίως, έχει να κάνει με την ένταση και την έκταση της πανδημίας στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς. Με την εκκίνηση του νέου οικονομικού έτους οι επιχειρήσεις και οι εργαζόμενοι δεν είναι σήμερα σε θέση να διακρίνουν αν το 2022 είναι το έτος επιστροφής στην κανονικότητα ή εάν θα είναι ο τρίτος χρόνος στον οποίο η οικονομία θα λειτουργεί σε συνθήκες «έκτακτης ανάγκης». Η αμφιβολία αυτή, πέρα από τις οικονομικές συνέπειες, έχει και άμεσες πολιτικές επιπτώσεις. Όσο περισσότερο κρατάνε τα έκτακτα μέτρα για την διαχείριση του κορωνοϊού τόσο περισσότερο μεταβάλλεται η θεσμική αρχιτεκτονική της ευρωζώνης και το πολιτικό περιβάλλον στην Ευρώπη.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, με καθυστερήσεις και παλινωδίες, κατάφερε να δώσει μια αποφασιστική απάντηση στην ύφεση που την άνοιξη του 2020 απειλούσε τις ευρωπαϊκές οικονομίες. Η χαλάρωση των κανόνων κρατικών ενισχύσεων, η ασκούμενη νομισματική πολιτική από την ΕΚΤ και η χαλάρωση του συμφώνου σταθερότητα επέτρεψε σε όλες τις χώρες να προχωρήσουν σε επιθετικά δημοσιονομικά προγράμματα στήριξης της κοινωνίας και της οικονομίας. Ωστόσο, οι αποφάσεις αυτές από μόνες τους δεν επαρκούσαν, όσο η ένταση και η έκταση της κρίσης γίνονταν εμφανής, για την «διάσωση» των ευρωπαϊκών οικονομιών. Έτσι, τον Ιούλιο του 2020 πάρθηκε η απόφαση για την συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας. Η θεσμική αυτή καινοτομία είναι, κατά την άποψη μας, ιστορικής σημασίας για το μέλλον της Ενωμένης Ευρώπης, καθώς αποτελεί την πρώτη φορά που όλα τα κράτη της ευρωζώνης, χρησιμοποιώντας το ειδικό τους βάρος στο παγκόσμιο στερέωμα, προβαίνουν σε από κοινού δανεισμό και άρα αποδέχονται ότι η αμοιβαιοποίηση μέρους του δημόσιου χρέους αποτελεί μια αποδεκτή πολιτική επιλογή.
Οι παραπάνω εξελίξεις δεν είχαν ούτε καθολική αποδοχή ούτε πάρθηκαν άνευ εντάσεων. Είναι ενδεικτικό του ότι το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας μόλις τον Απρίλιο του 2021 έδωσε το πράσινο φως για την αμοιβαιοποίηση του χρέους, την ίδια στιγμή που παράγοντες του γερμανικού οικονομικού κατεστημένου καλούσαν για την σύντομη επιστροφή στους κανόνες της δημοσιονομικής ορθοδοξίας. Όμως, η νεοφιλελεύθερη οικονομική ορθοδοξία βρίσκεται τα τελευταία δύο χρόνια σε υποχώρηση καθώς όλο και συχνότερα καθίσταται εμφανές ότι ασύμμετρες απειλές για τις ευρωπαϊκές κοινωνίες όπως η πανδημία ή οι συνέπειες της κλιματικής αλλαγής, απαιτούν δημόσιο χρήμα, διεθνή συνεργασία και σχέδιο για να αντέξουν οι ευρωπαϊκές οικονομίες και όχι επιμονή σε ξεπερασμένους, από την πραγματικότητα, δημοσιονομικούς κανόνες.
Η πρόκληση για την χώρα μας, βρίσκεται στην διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης που θα αποτελέσει και το βαρόμετρο της δυνατότητας ανάκαμψης της εκάστοτε εθνικής οικονομίας. Οι ευρωπαϊκές κατευθύνσεις για το πως θα έπρεπε να συνταχθούν τα εθνικά σχέδια για το Ταμείο, ορθά έδιναν έμφαση σε τρείς πυλώνες: Τον πράσινο μετασχηματισμό, την ψηφιακή αναβάθμιση της παραγωγής και του δημοσίου και στην διαχείριση των κοινωνικών ανισοτήτων που εντείνονταν εκθετικά εν μέσω της πανδημίας και των παρατεταμένων lock down.
Τα προβλήματα για την χώρα μας εκκινούσαν από την στιγμή που η κυβέρνηση Μητσοτάκη ανέλαβε, χωρίς την εμπλοκή της δημόσιας διοίκηση και των παραγωγικών φορέων της χώρας, να συντάξει το σχέδιο «Ελλάδα 2.0». Το κατατεθειμένο πλέον σχέδιο της ελληνικής κυβέρνησης, παρόλο που φαίνεται να απαντά στις παραπάνω προτεραιότητες, στην πραγματικότητα αποτυπώνει τις ιδεολογικές εμμονές της ΝΔ. Έτσι, ενώ το ελληνικό σχέδιο περιλαμβάνει παρεμβάσεις για το πρασίνισμα και την ψηφιοποίηση της ελληνικής οικονομίας, τα υποκείμενα που θα επωφεληθούν από αυτό είναι εξαιρετικά περιορισμένα, με τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις να παραμένουν επί της ουσίας αποκλεισμένες. Ακόμα χειρότερα, όμως, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει επιλέξει να χρησιμοποιήσει το Ταμείο Ανάκαμψης ως ένα μηχανισμό αποδιάρθρωσης του κοινωνικού κράτους επιδοτώντας τον ιδιωτικό τομέα της υγείας, την ιδιωτική εκπαίδευση και την ιδιωτική ασφάλιση.
Ακόμα όμως και σε πεδία όπου το οι επιλογές του Ταμείου Ανάκαμψης θα μπορούσαν να είναι συναινετικές, η κυβέρνηση της ΝΔ αποτυγχάνει. Έτσι, οι παρεμβάσεις για το περιβάλλον δεν περιλαμβάνουν την ενίσχυση των θεσμών διαχείρισης του, δεν περιέχουν αρκετούς πόρους για την ενίσχυση της πολιτικής προστασίας, ενώ η δασική προστασία περιορίζεται σε ένα πενιχρό ποσό για αναδασώσεις. Οι καταστροφικές πυρκαγιές που έπληξαν την χώρα μας κατά την διάρκεια του καλοκαιριού ήταν ενδεικτικές της επιτελικής ανικανότητας της παρούσας κυβέρνησης. Οι πυρκαγιές όμως είναι ενδεικτικές και του γεγονότος ότι η κλιματική κρίση και οι συνέπειες της είναι εδώ για να μείνουν και ότι ο κρατικός μηχανισμός απαιτεί μια αντίστοιχη, γενναία, μόνιμη ενίσχυση σε αυτά τα πεδία.