Στις 30 Νοεμβρίου, η Κυβέρνηση της ΝΔ ψήφισε στην Βουλή το νέο νόμο για τις Στρατηγικές Επενδύσεις. Τρεις φράσεις χαρακτηρίζουν την νέα αυτή νομοθετική πρωτοβουλία: αδιαφάνεια, υπερσυγκεντρωτισμός και περιβαλλοντική αναλγησία. Παρακάτω θα προσπαθήσω να παρουσιάσω την βασική ιδέα πίσω από το νομοσχέδιο και να περιγράψω την θέση που έχει στην αναδιάταξη του οικονομικού τοπίου της χώρας, την οποία αποπειράται ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η νομοθεσία περί στρατηγικών επενδύσεων αρχικά αποσκοπούσε στην παροχή μη-χρηματοδοτικών ενισχύσεων σε μεγάλες, συχνά ξένες, επενδύσεις. Το βασικό προνόμιο που παρεχόταν μέσα από την ένταξη ενός project στο καθεστώς αυτό αποτελούσε η επιτάχυνση των αδειοδοτικών διαδικασιών. Το σημαντικότερο όμως κίνητρο για την ένταξη ενός επιχειρηματικού εγχειρήματος στο καθεστώς των στρατηγικών αποτελούσε, σε μια χώρα χωρίς ολοκληρωμένο χωροταξικό σχεδιασμό, η δημιουργία ad hoc χωροταξικών ρυθμίσεων για κάθε μεμονωμένη επένδυση μέσα από τον θεσμό των ΕΣΧΑΣΕ.
Στις διατάξεις του αρχικού νόμου και της πρώτης τροποποίησής του, εντάχθηκαν αποκλειστικά και μόνο επενδύσεις για μεγάλα ξενοδοχειακά συγκροτήματα και για ΑΠΕ, σε κλάδους δηλαδή που έτσι και αλλιώς η επενδυτική δραστηριότητα στην χώρα δεν σταμάτησε ποτέ. Για τον λόγο αυτό, η Κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τροποποίησε τον νόμο με τον 4608/2019 στην κατεύθυνση της εξειδίκευσης των κινήτρων, προσθέτοντας σε αυτά και φορολογικές απαλλαγές, ώστε να μπορέσει να χρησιμοποιηθεί το εργαλείο αυτό και για επενδύσεις στους κλάδους της μεταποίησης, των διεθνοποιημένων υπηρεσιών και των νέων τεχνολογιών.
Η τροποποίηση του νόμου αυτές τις μέρες, επί της ουσίας, κωδικοποίησε την νομοθεσία και προσέθετε τρεις κρίσιμες λεπτομέρειες στη θεσμική αρχιτεκτονική γύρω από τις ιδιωτικές επενδύσεις στη χώρα μας.
Πρώτον, η Κυβέρνηση της ΝΔ, μέσα από διαδοχικές μειώσεις του ορίου των στρατηγικών επενδύσεων, επί της ουσίας αποπειράται να εντάξει σε αυτές κάθε αξιοσημείωτη επένδυση και σίγουρα όλες τις άμεσες ξένες επενδύσεις στη χώρα σε αυτό το καθεστώς. Έτσι ο ορισμός των «στρατηγικών» γίνεται «λάστιχο» και άρα το σύνολο των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων – ΑΞΕ μπορούν από τούδε και εφεξής να θεωρούν ότι θα λάβουν ειδική, προνομιακή μεταχείριση. Παράλληλα, συνέπεια αυτής της λογικής, είναι και το γεγονός ότι οι διαδικασίες εκσυγχρονισμού και απλοποίησης της αδειοδότησης για τις «κανονικές» μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μπαίνουν σε δεύτερη μοίρα παγιώνοντας έτσι ένα σχήμα θεσμικής λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα δύο ταχυτήτων.
Δεύτερον, αποτέλεσμα των παραπάνω, είναι και το ότι η Κυβέρνηση, επί της ουσίας, παραιτείται από το εγχείρημα της ολοκλήρωσης του εθνικού χωροταξικού σχεδιασμού. Αν όλες οι αξιοσημείωτες επενδύσεις μπορούν να χωροθετηθούν για λόγους «εθνικής σημασίας» όπου και αν αιτηθούν, τότε η χωροταξική νομοθεσία παύει να είναι εργαλείο διαχείρισης των κοινωνικών και οικονομικών εντάσεων της στη χώρα καθώς κάθε επενδυτής θα μπορεί να κάνει μια «τρύπα» στον χωροταξικό σχεδιασμό. Με το νέο μάλιστα νομοσχέδιο τα ειδικά χωρικά σχέδια δεν χρειάζονται να εντάσσονται σε ολοκληρωμένες χωρικές ενότητες. Η ad hoc εξαίρεση από τους υφιστάμενους πολεοδομικούς κανόνες που παρέχει ο νόμος μπορεί να αφορά διάσπαρτες χωρικές ενότητες, απειλώντας το δομημένο περιβάλλον π.χ. στα νησιά της χώρας μας, με την ύπαρξη ογκωδών κτισμάτων που θα αμφισβητούν την οικιστική ενότητα εντός του πολεοδομικού ιστού.
Τρίτον, αυτή η αποστροφή απέναντι στην έννοια του σχεδιασμού υπερβαίνει τα όρια της χωροταξίας και εκβάλει στην ίδια την αντίληψη αναφορικά με την εθνική οικονομία. Με τον νέο νόμο περί στρατηγικών επενδύσεων όσες επενδύσεις θέλουν να ενταχθούν στο Ταμείο Ανάκαμψης ακολουθούν μια νέα διαδικασία μέσα από τον χαρακτηρισμό τους ως «εμβληματικές». Χωρίς όρια, χωρίς διαφανή κριτήρια και χωρίς αιτιολόγηση, τρεις «άριστοι» επιστήμονες, εκλεκτοί του Μαξίμου θα αποφασίζουν ποιες επιχειρήσεις θα εντάσσονται στην εν λόγω κατηγορία και εν συνεχεία, με την κρατική βούλα, θα αποκτούν πρόσβαση στον, προερχόμενο από τους πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης, ιδιωτικό τραπεζικό δανεισμό.
Η λογική της πολιτικής διαμεσολάβησης διατρέχει όλη τη συλλογιστική του νομοθέτη, του Υπουργείου και του Μεγάρου Μαξίμου σε αυτή την δυστοπική υγειονομική και οικονομική συγκυρία στην οποία ζούμε. Κάθε σημαίνουσα επένδυση πλέον, με την βούλα του νόμου, δε θα ελέγχεται, αδειοδοτείται και προωθείται από μια δημόσια υπηρεσία, αλλά θα απαιτεί κατ’ ουσία μόνο την πολιτική εύνοια της παρούσας Κυβέρνησης.
Η σύλληψη αυτή δεν έχει όμοιο της στην μεταπολιτευτική ιστορία της χώρας. Ή, για την ακρίβεια, παίρνει ένα δεδομένο τρόπο αδιαφανούς λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης που εφάρμοζε παραδοσιακά η δεξιά στη χώρα και το κάνει νόμο του κράτους. Η όλη σύλληψη δε ταιριάζει στη λειτουργία μιας ανοικτής οικονομίας και μιας δημοκρατικής χώρας. Είναι μοντέλο λειτουργίας του ιδιωτικού τομέα που αντιστοιχεί σε χώρες με μορφές αυταρχικού κοινοβουλευτισμού όπως η Τουρκία του Ερντογάν.
Η παραπάνω στρατηγική υπερσυγκέντρωσης εξουσιών και παραχώρησης από τα ανώγεια του Μαξίμου, του δικαιώματος, εν είδη παπικής βούλας, να κάνει κάποιος επένδυση και ταυτόχρονα να εξασφαλίζει τραπεζική χρηματοδότηση, έχει ταυτόχρονα παράπλευρες απώλειες για την δεξιά παράταξη στη χώρα μας. Γιατί η λογική της υπερσυγκέντρωσης εξουσιών στο νομοσχέδιο συναντάται με ανάλογη θέρμη και στις αλλαγές που συναντάμε στο νέο νόμο του Υπουργείο Ανάπτυξη και στο υπόλοιπο θεσμικό πλαίσιο διαχείρισης των ιδιωτικών επενδύσεων της χώρας. Έτσι, με τις λοιπές διατάξεις που αφορούν τους αναπτυξιακούς νόμους, η Κυβέρνηση φροντίζει να συγκεντρώσει την έγκριση κάθε έργου άνω του 1 εκατ. ευρώ από τις περιφέρειες στο κεντρικό Υπουργείο. Τόσο χρήμα διακινεί ο πρωθυπουργός, να μην έχει κάτι να μοιράσει και ο Υπουργός;
Η πρακτική αυτή αμφισβητεί την θεμελιώδη ουσία της περιφερειακής πολιτικής που ασκείται μέσα από τα ΠΕΠ. Και αποτελεί ένα τεράστιο άλμα προς τα πίσω στα μικρά, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, τετελεσμένα βήματα που έχει κάνει η χώρα στην κατεύθυνση της αποκέντρωσης της αναπτυξιακής της πολιτικής.
Από τα παραπάνω είναι προφανές ότι το ψηφισμένος πλέον νόμος για τις στρατηγικές επενδύσεις μπορεί να γίνει κατανοητό μόνο στο πλαίσιο του σχεδιασμού της Κυβέρνησης για την απορρόφηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Ενός ευρωπαϊκού σχεδίου που προσπαθούσε να χρησιμοποιήσει την κρίση του κορονοϊού ως ευκαιρία για την επιτάχυνση της πράσινης μετάβασης σε όλη την Ευρώπη. Ταμείο το οποίο στα «χέρια» της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, καταλήγει να λειτουργεί ως εργαλείο αναδιάταξης της αγοράς εις βάρος της μικρομεσαίας επιχείρησης, της ενίσχυσης της αδιαφάνειας, των προνομιακών δεσμών μεταξύ της πολιτείας και μεμονωμένων επιχειρηματικών συμφερόντων και απειλής για την βιώσιμη ανάπτυξη στη χώρα.