Άρθρο του Χάρη Μαμουλάκη
Η αντίστροφη μέτρηση για το 3ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ έχει ξεκινήσει, καθώς στις 14 με 17 Απριλίου, πάνω από 5.000 εκλεγμένοι σύνεδροι από τις οργανώσεις όλης της Ελλάδας έχουν δώσει ραντεβού για να συζητήσουν για το μέλλον του κόμματος της Αριστεράς. Ένα συνέδριο που διεξάγεται σε εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες και με απόλυτη τήρηση όλων των μέτρων υγειονομικής προστασίας, αλλά και ένα συνέδριο απαραίτητο και αναγκαίο.
Η πυκνή πολιτική συγκυρία των τελευταίων 3 χρόνων κάνει την εσωτερική ζωή των κομμάτων να φαντάζει λιγότερο σημαντική μπροστά στις πολλαπλές σωρευτικές κρίσεις που όλες και όλοι αντιμετωπίζουμε. Η πανδημία, ο πληθωρισμός και τώρα ο πόλεμος στην Ουκρανία, αποτελούν πρωτόγνωρες προκλήσεις. Όμως, δυστυχώς ή ευτυχώς, οι ίδιες αυτές προκλήσεις καθιστούν αναγκαία την δημιουργία μιας πλατείας προοδευτικής πολιτικής συμμαχίας που θα κινητοποιηθεί στην κατεύθυνση της Ειρήνης, την στήριξη των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων, την ενίσχυση του δημοσίου συστήματος υγείας, την αντιμετώπιση του κύματος της ακρίβειας και, φυσικά, την μεγαλύτερη από όλες τις κρίσης, αυτή της κλιματική αλλαγής. Στην Ελλάδα σήμερα, είναι σαφές ότι υπάρχει μια κοινωνική πλειοψηφία που είναι έτοιμη να στηρίξει παρεμβάσεις στην παραπάνω κατεύθυνση ενάντια στις επιλογές τις παρούσας κυβέρνησης.
Ένα κομματικό συνέδριο σήμερα μπορεί να φαντάζει παράτολμο την ώρα που η χώρα επί της ουσίας βρίσκεται ήδη εν μέσω μιας άτυπης προεκλογικής περιόδου. Η Κυβέρνηση Μητσοτάκη, έχοντας αποτύχει να διαχειριστεί τα ογκούμενα προβλήματα της χώρας, τόσο από ανικανότητα όσο όμως και κυρίως από ιδιοτέλεια υπέρ της οικονομικής ελίτ της χώρας, αναζητά την ευνοϊκότερη για αυτή συγκυρία για να προκηρύξει εκλογές. Αυτό θα έλεγε κανείς ότι θα έκανε το ζήτημα της οργανωτικής ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ δευτερεύων θέμα, το οποίο θα μπορούσε να περιμένει.
Δυστυχώς ή ευτυχώς όμως, όλα τα παραπάνω προβλήματα είναι και προβλήματα δημοκρατίας. Ο αποκλεισμός της κοινωνικής πλειοψηφίας από τις οικονομικές προτεραιότητες τις κυβέρνησης, η κατεδάφιση του δημόσιου συστήματος υγείας και του κοινωνικού κράτους εν μέσω πανδημίας, καθώς και η κόντρα στην βούληση του λαού, φαιδρή και αχρείαστη φιλοπόλεμη στάση του κ. Μητσοτάκη υποκρύπτουν έλλειμμα δημοκρατίας στη χώρα, την αδυναμία δηλαδή το κομματικό και πολιτικό σύστημα να αφουγκραστεί τις επιθυμίες των πολλών. Και σε αυτό το πρόβλημα, η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι περισσότερη δημοκρατία και περισσότερα βήματα για την συμμετοχή της κοινωνικής πλειοψηφίας στην πολιτική.
Οι συνθήκες που ανέδειξαν τον ΣΥΡΙΖΑ από ένα κόμμα της μαχητικής αριστερής αντιπολίτευσης σε Αξιωματική Αντιπολίτευση και στην συνέχεια σε βασικό πόλο της Κυβέρνησης του 2015-2019, άφησαν πίσω τους μια ιστορική εκκρεμότητα. Αντικειμενικά, η πολιτική ανάπτυξη του κόμματος δεν αντιστοιχούσε στην πολύ μεγαλύτερη κοινωνική του δυναμική και απήχηση. Η αντιστοίχιση αυτών των δύο παραμέτρων είναι προϋπόθεση δημοκρατίας τόσο για το ίδιο το κόμμα όσο και για την χώρα συνολικά. Αυτό, και η δημιουργία εκείνης της οργανωτικής δομής που θα το επιτρέψει, είναι το βασικό επίδικο του 3ου Συνεδρίου του ΣΥΡΙΖΑ.
Η μορφή πολιτικής οργάνωσης των λαϊκών και μεσαίων στρωμάτων μέσα από τα κόμματα αποτέλεσε το βασικό όχημα συμμετοχής τους στα κοινά σε ολόκληρη την Ευρώπη τον 20ο αιώνα και συνθήκη απαραίτητη για την λειτουργία της δημοκρατίας και των κοινοβουλευτικών θεσμών. Στην Ελλάδα, η οργανωτική μορφή του μαζικού κόμματος είναι δημιούργημα της μεταπολίτευσης. Στην προδικτατορική περίοδο, τα κόμματα, πλην της ΕΔΑ, αποτελούσαν προσωποπαγείς οργανισμούς συνένωσης πολιτευτών χωρίς ιδεολογικό ή οργανωτικό στίγμα. Μεταδικτατορικά όλα τα κόμματα, συμπεριλαμβανομένης της ΝΔ, αντιγράφουν την μορφή οργάνωσης των αριστερών κομμάτων και με τον τρόπο αυτό, συχνά και με υπερβολές, συμβάλουν καταλυτικά στην εμπέδωση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας.
Το μοντέλο αυτό οργάνωσης των μαζών σήμερα διέρχεται από κρίση για όλα τα κόμματα και σε όλη την Ευρώπη. Στις σύγχρονες κοινωνίες συντρέχουν μια σειρά από λόγους για αυτό το φαινόμενο της κρίσης εκπροσώπησης. Οι προσλαμβάνουσες και τα ερεθίσματα των πολιτών είναι πολύ περισσότερα από ότι παλαιότερα με αποτέλεσμα να είναι δύσκολο για αυτούς να αποδεχτούν μορφές άτυπης και τυπικής ιεραρχίας εντός των κομμάτων, η εργασιακή απορρύθμιση δεν δημιουργεί τους απαραίτητους χρόνους για την συμμετοχή σε συλλογικότητες καθώς ο «ελεύθερος χρόνος» ισοπεδώνεται και οι νέες τεχνολογίες υπερβαίνουν τους παραδοσιακούς μηχανισμούς διάδοσης της πληροφορίας, κάνοντας τις παλαιές συλλογικότητες όπως τα συνδικάτα, τα σωματεία και τους συλλόγους, να φαίνονται αργοκίνητες και γραφειοκρατικές. Για τον λόγο αυτό, το ερώτημα του ΣΥΡΙΖΑ είναι συνολικά το πρόβλημα της συμμετοχής στην πολιτική και ο ΣΥΡΙΖΑ ως η βασική συνιστώσα της ευρύτερης αριστερής και προοδευτικής πολιτικής οικογένειας στην χώρα μας, καλείται πρώτος να το απαντήσει.
Το αίτημα αντιστοίχισης του οργανωτικού ΣΥΡΙΖΑ με τον κοινωνικό ΣΥΡΙΖΑ έχει να αντιμετωπίσει προβλήματα η υπέρβαση των οποίων δεν έχει έτοιμες συνταγές. Σε άλλες χώρες της Ευρώπης νεότερα πολιτικά μορφώματα όπως οι Podemos ή, σε άλλες πολιτικές οικογένειες, το κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία, πειραματίστηκαν με την ενσωμάτωση νέων τεχνολογιών στον πυρήνα του οργανωτικού τους μοντέλου. Οι πειραματισμοί αυτοί ωστόσο, αν και έφεραν αποτελέσματα, συνέβαλαν ταυτόχρονα και στην θνησιμότητα των σχετικών οργανωτικών δομών και δεν βοήθησαν στην διαχείριση των εντάσεων που η «πραγματική» πολιτική αναπόφευκτα φέρνει σε κάθε πολιτικό οργανισμό. Ανάλογες θνησιγενής πλατφόρμες οργάνωσης αναπτύχθηκαν στην Μεγάλη Βρετανία κατά τις εσωκομματικές διαδικασίες των αριστερών υποψηφιοτήτων του Corbain και του Sanders, αλλά αυτές ήταν εξ αντικειμένου παράλληλες στις δομές των κομμάτων που ήθελαν να μετασχηματίσουν. Ο προβληματισμός, λοιπόν, για την δημιουργία νέων μέσων για την συμμετοχή των πολιτών στην εσωκομματική ζωή συνοδεύεται και με τον αντίστοιχο προβληματισμό αναφορικά με την συνέχεια και την διάρκεια αυτών των δομών στον χρόνο και στην εκάστοτε πολιτική συγκυρία.
Άρα το ερώτημα παραμένει ανοικτό και αντιστοιχεί στον ΣΥΡΙΖΑ, το μεγαλύτερο κόμμα της ευρωπαϊκής Αριστεράς να προκρίνει νέες απαντήσεις και να πειραματιστεί στην κατεύθυνση ενός νέου τρόπου εμπλοκής με την πολιτική. Και με αυτό στο νου, καλούμε κάθε προοδευτικό πολίτη, κάθε δημοκράτισσα και δημοκράτη, κάθε αριστερή και αριστερό, να χρησιμοποιήσει το Συνέδριο μας ως μια αφορμή για συμμετοχή, ως μια ευκαιρία συστράτευσης και κατάθεσης της δικής του διαφορετικής φωνής στο κοινό μας σπίτι: Στον ΣΥΡΙΖΑ!