Το Ταμείο Ανθεκτικότητας & Ανάκαμψης αποτέλεσε την μεγάλη τομή στην ιστορία της Ευρωζώνης την τετραετία που μας πέρασε. Στις δραματικές συνθήκες της πανδημίας του κορονοϊού, και εν μέσω ανησυχιών για γενικευμένη οικονομική κρίση, οι χώρες του Ευρώ τόλμησαν να κάνουν το μεγάλο βήμα που δεν τόλμησαν – με δραματικές συνέπειες για τη χώρα μας – να κάνουν στην οικονομική κρίση. Διαμόρφωσαν ένα γενναίο πακέτο ενίσχυσης των οικονομιών τους και των δημόσιων επενδύσεων μέσα από τον από κοινού δανεισμό τους. Ο τρόπος αποπληρωμής μάλιστα αυτών των δανείων είχε σαφές προοδευτικό πρόσημο καθώς προβλεπόταν να γίνει μέσα από την επιβολή έκτακτης φορολογίας στους μεγάλους ψηφιακούς γίγαντες, στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές και σε περιβαλλοντικά οχλούσες δραστηριότητες.
Σήμερα, η Ευρώπη έχει γλιτώσει τα χειρότερα και εκκρεμεί ακόμα το αν και κατά πόσο η αμοιβαιοποίηση του χρέους για κοινά αποφασισμένους στόχους, θα παγιωθεί ως πρακτική. Η αρχική της υλοποίηση μέσα από το Ταμείο Ανθεκτικότητας & Ανάκαμψης, από πάγιο αίτημα της Αριστεράς πανευρωπαϊκά, συνοδεύτηκε και από την υποχρέωση των κρατών μελών να καταρτήσουν λίστες επενδύσεων και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων ανάλογα με τις εκάστοτε πολιτικές τους προτεραιότητες, δίνοντας ωστόσο έμφαση οριζόντια στην πράσινη μετάβαση και στην ψηφιακή οικονομία. Έχοντας πλέον περάσει τρία χρόνια από την πανδημία, δύο από την κατάρτιση του ελληνικού σχεδίου Ελλάδα 2.0 και ένα από την ημερομηνία κατά την οποία οι ροές πόρων προς την χώρα επρόκειτο να εκκινούσαν, σήμερα, εν μέσω προεκλογικής περιόδου, έχει ιδιαίτερη σημασία να αξιολογήσουμε τις επιλογές τις απελθούσας κυβέρνησης και να αναλογιστούμε τις επιπτώσεις τους.
Εξ αρχής το ελληνικό σχέδιο χαρακτηριζόταν από δομικά προβλήματα, τη ρίζα των οποίων μπορούμε να εντοπίσουμε στις ανεπάρκειες και τις ιδεολογικές αγκυλώσεις της ΝΔ. Πρώτον, παρόλο που το Ταμείο Ανθεκτικότητας & Ανάκαμψης ήταν προφανώς συμπληρωματικό εργαλείο με τους υπόλοιπους ευρωπαϊκούς και εθνικούς πόρους, η ελληνική κυβέρνηση, στο πλαίσιο ενός παράλογου διυπουργικού φατριασμού, δεν προτεραιοποιούσε τον συντονισμό τους μέσα από την δημιουργία μιας ενιαίας αρχής συντονισμού όλων των διαθέσιμων πόρων. Δεύτερον, σε αντίθεση με το ΕΣΠΑ, το ελληνικό σχέδιο στερούταν οποιασδήποτε περιφερειακή διάστασης, με αποτέλεσμα εξ αρχής να επικρίνεται για την δυνητική του επίδραση στις διαπεριφερειακές ανισότητες στη χώρα μας. Τρίτον, από το σχέδιο Ελλάδα 2.0 απουσίαζε οποιαδήποτε διάσταση ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγικής βάσης και υποκατάστασης των εισαγωγών ιδιαίτερα σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Και, τέταρτον, το ελληνικό σχέδιο για το ταμείο ανάκαμψης, και ιδιαίτερα το σκέλος που αφορά τα δάνεια, προέβλεπε ελάχιστα για την ενίσχυση της ραχοκοκαλιάς της ελληνικής οικονομίας, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Τούτων δοθέντων – και παρά την κριτική της αντιπολίτευσης – παρουσιάζει ενδιαφέρον να δούμε τι έκανε η κυβέρνηση με τους πόρους τους Ταμείου στο χρόνο που είχε στην διάθεση της. Μέχρι το τέλος του 2022 η πραγματική απορρόφηση πόρων του Ταμείου ήταν της τάξεως του 4% και η λογιστική απορρόφηση τους, στο 14%. Η κυβέρνηση βέβαια, έχει φροντίσει να επιταχύνει την ένταξη επιχειρήσεων στο σκέλος των δανείων ώστε να αποτρέψει την δυνατότητα μιας μελλοντικής κυβέρνησης να ανακατευθύνει αυτούς τους πόρους με άλλα κριτήρια στην πραγματική οικονομία, χωρίς όμως αυτό να συνεπάγεται και μεταφορά πόρων στην πραγματική οικονομία. Έτσι, το Υπουργείο Οικονομικών παρουσίασε εν μέσω προεκλογικής περιόδου στοιχεία με βάση τα οποία πάνω από 12 δισ δανείων από τα συνολικά 13 δισ έχουν εγκριθεί, αποκρύπτοντας όμως το σκέλος των διαθέσιμων πόρων που έχουν μεταβιβαστεί στους δικαιούχους τους. Έκπληξη φυσικά προκαλεί το ότι από τους περιορισμένους πόρους του σκέλους των δανείων που έχουν όντως απορροφηθεί, η συντριπτική πλειοψηφία (622 εκατ. ευρώ) έχουν κατευθυνθεί σε 14 μεγάλους επιχειρηματικούς κολοσσούς της χώρας όπως ανέφερε και το πρόσφατο δημοσίευμα του ενημερωτικού ιστότοπου euroactiv.
Αν όμως η διαχείριση του σκέλους των δανείων είναι ενδεικτική της κοινωνικής μεροληψίας της κυβέρνησης Μητσοτάκη υπέρ μεμονωμένων επιχειρηματικών κολοσσών, το σκέλος των επιχορηγήσεων είναι μάλλον ενδεικτικό της αναποτελεσματικότητας της απελθούσας κυβέρνησης. Εκεί, από τα περίπου 22 δισ ευρώ, στο Ταμείο Ανθεκτικότητας & Ανάκαμψης, μέχρι το τέλος του 2022 είχαν εκταμιευτεί προς την χώρα κάτι παραπάνω από 3 δισ ευρώ. Το δε ύψος της απορρόφησης τους από την πραγματική οικονομία, δεν υπερβαίνει το 1,2 δισ ευρώ. Αποτέλεσμα αυτού, είναι ότι πολλοί από τους πόρους να μην είναι πλέον δεδομένοι για την χώρα καθώς η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στερείται αξιόπιστων ενδείξεων ότι η Ελλάδα θα μπορέσει να τους απορροφήσει εμπρόθεσμα.
Από τα παραπάνω μπορούμε να αντλήσουμε δύο πολύ σαφή πολιτικά συμπεράσματα εν όψη των επερχόμενων εκλογών. Πρώτον ότι η κυβέρνηση της ΝΔ έχει υπάρξει εξαιρετικά αποτελεσματική στην «δέσμευση» των ποσών του Ταμείου υπέρ μεμονωμένων μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, χωρίς όμως να έχει να επιδείξει ιδιαίτερα αποτελέσματα στο σκέλος των επιχορηγήσεων από το οποίο και θα προέκυπτε η συντριπτική πλειοψηφία των ενισχύσεων για το κοινωνικό κράτος και τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Και, δεύτερον, ότι παρά τις δεσμεύσεις των ήδη εκταμιευμένων πόρων, μια νέα προοδευτική κυβέρνηση που μπορεί να προκύψει από την κάλπη της 21ης Μαΐου έχει ακόμα πολλά περιθώρια για να επαναδιαπραγματευτεί μεγάλο μέρος των επιχορηγήσεων του Ταμείου, ώστε να ενισχύσει τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και το κοινωνικό κράτος σε κρίσιμους τομείς.
Πρώτη δημοσίευση, ieidiseis.gr