Την περίοδο 2012-2015 κυκλοφόρησαν στη δημόσια σφαίρα μια σειρά από μελέτες που προσπαθούσαν με τον ένα ή τον άλλο τρόπο να προσδιορίσουν το χρηματοδοτικό κενό της ελληνικής οικονομίας ώστε να καταστεί εφικτό να εξέλθει της ύφεσης που έτεινε να διαβρώσει έως και το 25% του παραγωγικού δυναμικού της χώρας. Η μελέτη π.χ. της McKinsey που εκπονήθηκε κατά παραγγελία του τότε πρωθυπουργού κ. Σαμαρά προσδιόριζε με κάπως υπερβολικό τρόπο το κενό στο ύψος των 100 δις. ευρώ ενώ με ανάλογο τρόπο η, από το 2016, μελέτη της Grant Thorton προσδιόριζε το αντίστοιχο κενό για τις ΜμΕ στα 3,5-4 δις ευρώ.
Μείζον ζήτημα εκείνη την εποχή, όπως και σήμερα, ήταν να προσδιοριστούν εκείνοι οι δυναμικοί κλάδοι που θα μπορούσαν να προσδώσουν στην ελληνική οικονομία την απαραίτητη δυναμική και εξωστρέφεια που είχε ανάγκη. Εξίσου σημαντικές ήταν όμως, και οι πηγές χρηματοδότησης των εν λόγω επενδύσεων. Εν μέσω του ατελέσφορου δεύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, κυριάρχησε η αντίληψη ότι οι εν λόγω πηγές χρηματοδότησης θα προέρχονταν είτε από άμεσες ξένες επενδύσεις, είτε από greenfield, είτε από τον δίαυλο των ιδιωτικοποιήσεων. Το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης Σαμαρά, κατά την περίοδο ακριβώς πριν από την ανάληψη κυβερνητικών ευθυνών από τον ΣΥΡΙΖΑ, υποστήριζε ότι ατμομηχανή της ανάπτυξης θα ήταν η σύμπραξη μεμονωμένων δυναμικών εγχώριων επιχειρήσεων με ξένες επιχειρήσεις η οποία θα τραβούσε τη χώρα στο δρόμο της ανάκαμψης. Από την αντίληψη της Ν.Δ. διαχρονικά (τότε, όπως και τώρα), απουσιάζει η σημαντική πτυχή της δυναμικής των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Η κρίση του 2008, έχοντας ως κοιτίδα της το ίδιο το τραπεζικό σύστημα, αποτέλεσε αντικείμενο διαχείρισης των ευρωπαϊκών ελίτ, μέσα από το εγχείρημα της δημιουργίας του ενοποιημένου τραπεζικού συστήματος της Ευρώπης. Ο μετασχηματισμός αυτός οδήγησε τις ευρωπαϊκές εθνικές οικονομίες στην κατεύθυνση της διαμόρφωσης εθνικών τραπεζικών συστημάτων, με λιγότερες τράπεζες οι οποίες θα είχαν πολύ περισσότερες εξασφαλίσεις από αυτές των δανειοληπτών τους. Αυτό αναπόφευκτα οδήγησε, σε πανευρωπαϊκή κλίμακα, στον σταδιακό αποκλεισμό δανειοληπτών που δεν μπορούσαν να παρέχουν μεγάλες εγγυήσεις για τα νέα δάνεια τους και άρα στον αποκλεισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, ιδιαίτερα στις Μεσογειακές χώρες που έχουν ισχυρή παρουσία.
Η συνθήκη αυτή επιδεινώθηκε στη χώρα μας λόγω της έντασης της ύφεσης και του πρωτόγνωρου, για την ευρωπαϊκή οικονομία μεταπολεμικά, όγκου των μη-εξυπηρετούμενων δανείων. Ωστόσο, ακόμα και εν τη απουσία αυτών των προβλημάτων, το ίδιο το υπό διαμόρφωση τραπεζικό τοπίο της χώρας κατά πάσα πιθανότητα θα οδηγούνταν στην περιστολή των δυνητικών οικονομικών υποκειμένων που θα μπορούσε να εξυπηρετήσει.
Τα βασικά παραγωγικά υποκείμενα που υπέφεραν από τον τραπεζικό αποκλεισμό ήταν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις και οι αγρότες.
Το πρόβλημα που αντιμετώπιζαν οι μεσαίες και μεγάλες επιχειρήσεις εμφανιζόταν με όρους αναπτυξιακούς, με δεδομένο ότι ένα τραπεζικό σύστημα που στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στις εγγυήσεις και στις εξασφαλίσεις που μπορούν να παρέχουν οι δανειζόμενοι δε θα μπορούσε να συμβάλει στη χρηματοδότηση κλάδων που έχουν αναπτυξιακή προοπτική για την ελληνική οικονομία.
Το ίδιο πρόβλημα αλλά με διαφορετικούς όρους αντιμετώπιζαν και οι πολύ μικρές επιχειρήσεις, αφού η διαδικασία ίδρυσης μίας επιχείρησης από ένα νέο άνθρωπο συνοδεύεται συνήθως και από την ανικανότητα του να παρέχει εγγυήσεις αλλά και από το γνωστικό κενό που αντιμετωπίζει στα πρώτα του βήματα.
Υπό τις ανωτέρω συνθήκες διαμορφώθηκε η ιδέα της δημιουργίας ενός θεσμικού πλαισίου ρύθμισης του εξωτραπεζικού δανεισμού ως εργαλείου αντιμετώπισης εντοπισμένων χρηματοδοτικών κενών στην οικονομία. Αυτό αποτελούσε μέρος της ευρύτερης στρατηγικής δημιουργίας ενός παράλληλου τραπεζικού συστήματος με κεντρικό πυλώνα την αναπτυξιακή τράπεζα, που θα εντόπιζε κλαδικά και περιφερειακά χρηματοδοτικά κενά και θα κατηύθυνε ανάλογες χρηματοδοτήσεις. Η ιδέα αυτή συναντάται ήδη στο κείμενο της «Συμβολής του Συνασπισμού στο πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ» το 2009 επίσης, στα προγραμματικά κείμενα με τα οποία εκλέχθηκε και επανεκλέχθηκε το 2015 το σημερινό κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευση. Ενώ την ιδέα αυτή κλήθηκε να υλοποιήσει η κυβέρνηση Τσίπρα έχοντας εναντίον της θεούς και δαίμονες, στην καρδιά του τρίτου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής. Από τα ανωτέρω, καθώς και από το γεγονός ότι μέσα από τον ριζικό μετασχηματισμό της αρχιτεκτονικής του τραπεζικού συστήματος, οι τράπεζες έπαψαν να επιτελούν τη βασική κοινωνική και οικονομική τους λειτουργία, αυτή της χρηματοδότησης νεοφυών επιχειρήσεων, προέκυψε η αναγκαιότητα ύπαρξης ενός χρηματοδοτικού εργαλείου, ή καλύτερα ενός θεσμικού πλαισίου για τη χρηματοδότηση νεοφυών επιχειρήσεων, από μη-τραπεζικά ιδρύματα, χωρίς εμπράγματες εγγυήσεις και με την παράλληλη παροχή συμβουλευτικών υπηρεσιών.
Φυσικά, η ανωτέρω πρακτική των μικροχρηματοδοτήσεων ενέχει σημαντικούς κινδύνους τους οποίους η πολιτεία πρέπει να διαχειριστεί και, κατά το δυνατόν, να αποκλείσει. Πρώτον, η πολιτεία πρέπει να διασφαλίσει ότι οι πόροι από τους οποίους θα παρέχονται τα παραπάνω δάνεια δε θα προέρχονται από παράνομες δραστηριότητες. Για τον λόγο αυτό ο ΣΥΡΙΖΑ επέμεινε και πέτυχε, κατά την πρόσφατη συζήτηση του νομοσχεδίου στη Βουλή, τα ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων να υπάγονται στο ίδιο, με τους υπόλοιπους φορείς του χρηματοπιστωτικού τομέα, καθεστώς ελέγχου καταλληλόλητας των διοικήσεων και όλων των μετόχων τους.
Δεύτερον θα πρέπει να διασφαλίσει ότι οι σχέσεις μεταξύ δανειστών και δανειζόμενων διέπονται από όρους απόλυτης διαφάνειας και ότι οι σχετικές συμβάσεις δεν περιλαμβάνουν…..«ψιλά γράμματα». Για τον λόγο αυτό, ήδη από τον αρχικό νόμο του ΣΥΡΙΖΑ σε κάθε διαφήμιση από ιδρύματα μικροχρηματοδοτήσεων πρέπει να αναφέρεται το σύνολο των στοιχείων του δανείου, συμπεριλαμβανομένου του ύψους του επιτοκίου. Γι’ αυτό ασκήθηκε πίεση και στο νόμο θα συμπεριληφθεί πρόβλεψη για την, υπό προϋποθέσεις, υποχρεωτική διαμόρφωση επιτοκίων στη περίπτωση που η αγορά παρουσιάσει σημάδια απορρύθμισης και ακραίων καταχρηστικών πρακτικών.
Τέλος, προκειμένου να λειτουργήσει παραγωγικά ο νέος αυτός θεσμός θα πρέπει να διασφαλίσει τη δυνατότητα συμμετοχής σε αυτόν φορέων που είναι ενταγμένοι στις τοπικές κοινωνίες και οι οποίοι μπορούν να αφουγκραστούν τις ανάγκες και τις αγωνίες κάθε τοπικής οικονομίας. Στη κατεύθυνση αυτή, κατά την ψήφιση του πρόσφατου νομοσχεδίου για τις μικροχρηματοδοτήσεις στη Βουλή, ο ΣΥΡΙΖΑ διεκδίκησε και πέτυχε να ενταχθούν τα Επιμελητήρια και οι Ο.Τ.Α στους δυνητικούς μετόχους των ιδρυμάτων μικροχρηματοδοτήσεων.
Οι μικροχρηματοδοτήσεις είναι ένα εργαλείο άσκησης οικονομικής πολιτικής. Είναι προφανές ότι η οικονομική πολιτική που ασκεί η κυβέρνηση κινείται σε λανθασμένη κατεύθυνση καθώς υποτιμά τις ανάγκες της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας και της εργασίας με αποτέλεσμα να οδηγεί την ελληνική οικονομία σε βαθιά ύφεση. Η παραπάνω, ωστόσο, λανθασμένη κατεύθυνση δεν αναιρεί το γεγονός ότι οι μικροχρηματοδοτήσεις ως εργαλείο τόνωσης της ρευστότητας των ΜμΕ ήταν πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας έφερε στη Βουλή το εν λόγω νομοσχέδιο, αποτελεί υπαναχώρηση στις αρχικές της θέσεις.
Πρώτη δημοσίευση: Εφημερίδα ΑΥΓΗ της Κυριακής, 5 Ιουλίου 2020