Άρθρο του Χάρη Μαμουλάκη*
Το προεκλογικό πρόγραμμα της Νέας Δημοκρατίας το 2019 περιλάμβανε μια πολύ παράδοξη θέση, για κόμμα ευρωπαϊκής χώρας. Αν εκλέγονταν πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης θα εισήγαγε στην Ελλάδα τον θεσμό των unsolicited proposals, γνωστές πλέον ως «Πρότυπες Προτάσεις». Ο θεσμός αυτός ήταν καινούργιος για τα ελληνικά δεδομένα και είχε υιοθετηθεί από την ΝΔ απευθείας από τις κλαδικές διεκδικήσεις των συλλογικών φορέων εκπροσώπησης των 4-5 μεγάλων κατασκευαστικών εταιριών της χώρας.
Την τελευταία εβδομάδα του Φεβρουαρίου, ο Υπουργός Υποδομών κατέθεσε το νομοσχέδιο για τις Πρότυπες Προτάσεις. Η κεντρική ιδέα του νομοσχεδίου συνοψίζεται στο ότι από τούδε και εφεξής η δημόσια περιουσία και τα δημόσια οικονομικά θα ορίζονται από τις ιδέες και την πρωτοβουλία του ιδιωτικού τομέα. Στην πραγματικότητα, αυτό που κάνει ο εν λόγω νόμος είναι να δίνει την δυνατότητα σε οποιαδήποτε φορέα του ιδιωτικού τομέα ενδιαφέρεται για οποιοδήποτε τμήμα της δημόσιας περιουσίας, να καταθέτει μια πρόταση και η κυβέρνηση, χωρίς κανένα κριτήριο, να εντάσσει αυτή την πρόταση στον σχεδιασμό της, να δεσμεύει πόρους και να το δημοπρατεί είτε ως ΣΔΙΤ, είτε ως δημόσιο έργο.
Το νομοσχέδιο παραβιάζει απολύτως, τόσο το πνεύμα όσο και το γράμμα των ευρωπαϊκών οδηγιών αναφορικά με τις δημόσιες συμβάσεις και τις συμβάσεις παραχώρησης. Ως προς το γράμμα, γιατί μέσα από εξαιρέσεις και «παραθυράκια» παραβιάζει την οδηγία 2014/24/ΕΕ που διέπει της δημόσιες συμβάσεις. Και ως προς το πνεύμα, γιατί η οδηγία που διέπει τις συμβάσεις παραχώρησης επιβάλει η εθνική νομοθεσία να σέβεται τις αρχές της ίσης μεταχείρισης κατά την προκήρυξη των εν λόγω έργων.
Ο σημερινός νόμος όμως για τις πρότυπες προτάσεις δεν σέβεται την αρχή της ίσης μεταχείρισης, ούτε έμμεσα αλλά ούτε και άμεσα. Έμμεσα, γιατί ο ιδιώτης που έχει μελετήσει και ωριμάσει ένα έργο με κόστος πάνω από 200 εκατ. ευρώ έχει τεράστιο ανταγωνιστικό πλεονέκτημα έναντι οποιουδήποτε οιωνοί ανταγωνιστή. Αλλά και άμεσα, γιατί ο νομοθέτης δίνει δικαιώματα αποζημίωσης στον ιδιώτη που έχει εκκινήσει την πρόταση. Αν, δηλαδή, το έργο δεν το πάρει αυτός που το πρότεινε εξ αρχής, θα πρέπει και να τον «πληρώσουμε» από πάνω.
Συμπερασματικά, ο σημερινός νόμος είναι ένα θεσμικό τερατούργημα. Πρώτον, γιατί μέσα από αυτόν, το δημόσιο απεμπολεί την μέριμνα για τον δημόσιο σχεδιασμό στο πεδίο της μεγάλων έργων και της ακίνητης περιουσίας του. Δεύτερον, γιατί προκαλεί τεράστιους δημοσιονομικούς κινδύνους, καθώς δεν υπάρχει κανένας φραγμός στο πόσα ΣΔΙΤ θα μας προτείνουν οι ιδιώτες και άρα τι ποσά θα επιβαρύνουν το δημόσιο ταμείο τα χρόνια που έρχονται. Και, τρίτον, γιατί η κυβέρνηση σκοπεύει να χρησιμοποιήσει αυτό το εργαλείο για να «κλέψει» από τοπικές κοινωνίες τμήματα της ακίνητης περιουσίας τους για να ικανοποιήσει τις ορέξεις του όποιου ιδιώτη.
Ο κύριος Καραμανλής προσπαθεί να επινοήσει εργαλεία ώστε ο σχεδιασμός και οι επιθυμίες του ιδιωτικού τομέα για την εκμετάλλευση της δημόσιας περιουσίας και των δημόσιων οικονομικών να αποκτήσουν μια επίπλαστη νομιμότητα. Και ο κύριος Μητσοτάκης προσπαθεί να φορέσει στην Ελληνική κοινωνία «καπέλο» τα σχέδια της οικονομικής ολιγαρχίας, αγνοώντας τόσο το οικονομικό μέλλον της χώρας όσο και αναπτυξιακές προτεραιότητες των τοπικών κοινωνιών. Έτσι λειτουργεί ο Πρωθυπουργός εδώ και τρία χρόνια, ως κτηματομεσίτης που διαχειρίζεται περιουσία που δεν του ανήκει.
Πρώτη δημοσίευση, εφημερίδα Documento 13/3/22