Το ελληνικό κομματικό σύστημα διαμορφώθηκε, ως προς την δομή και τις λειτουργίες του, στην μεταπολίτευση. Την εποχή που η χώρα έβγαινε από τον εφιάλτη της επταετίας και ξεκινούσε μια πορεία επούλωσης των πληγών του μεταπολεμικού εμφυλιοπολεμικού διχασμού. Σε εκείνη την συγκυρία, τα κόμματα λειτούργησαν καταλυτικά τόσο για την αύξηση της συμμετοχής των κατώτερων στρωμάτων στην πολιτική, όσο και για την άρση των κοινωνικών αποκλεισμών που μέχρι τότε βρίσκονταν ακόμα εν λειτουργία. Η ανάπτυξη τους και κυρίως η ανάπτυξη των κομμάτων της αριστεράς, τα οποία και η ΝΔ αντέγραφε ως προς την δομή, συνοδεύτηκε και από μια άνευ προηγουμένου ανάπτυξη της κοινωνίας των πολιτών στην χώρα μας. Κάθε εργασιακός χώρος αποκτούσε το δικό του συνδικάτο, κάθε σχολή τον φοιτητικό της σύλλογο, κάθε χωριό τον δικό του εκπολιτιστικό σύλλογο.
Μετά την αποκρυστάλλωση του μεταπολιτευτικού δικομματισμού, από τα μέσα της δεκαετίας του ’80, το κομματικό φαινόμενο παίρνει την κατιούσα. Τα κόμματα παύουν να λειτουργούν ως επιταχυντές της κοινωνικής έκφρασης και συμμετοχής και σταδιακά την υποκαθιστούσαν. Φαινόμενα πελατειακών σχέσεων γίνονται σύντομα ενδημικά και η προβληματική σχέση του πολιτευτή-διαμεσολαβητή με το κεντρικό κράτος της προδικτατορικής περιόδου, έδινε την θέση της στην εξίσου προβληματική λειτουργία των κομμάτων του τότε δικομματισμού, ως διευρυμένων μηχανισμών διανομής προνομίων, χαρών και πόρων. Η απαξίωση του κομματικού συστήματος την περίοδο της μεγάλης κρίσης που ακολούθησε την χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, είχε ήδη προετοιμαστεί από 20 χρόνια παρασιτικής λειτουργίας των δύο κομμάτων του ελληνικού δικομματισμού.
Φαινόμενα παρακμής του κομματικού συστήματος δεν συναντούσε κανείς μόνο στο ελληνικό πολιτικό σύστημα, έστω κι αν αλλού κινητοποιούνταν από διαφορετικές αιτίες. Η κρίση των παραδοσιακών σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων είχε πανευρωπαϊκά χαρακτηριστικά, στο βαθμό που αυτά ενσωμάτωναν την δεκαετία του ’90 την ατζέντα του νεοφιλελευθερισμού. Παράλληλα, τα παραδοσιακά μετριοπαθή χριστιανοδημοκρατικά κόμματα της δυτικής Ευρώπης «πλαγιοκοπούνταν» από τους ρήτορες του ρατσιστικού και ξενοφοβικού λόγου.
Πολύ περισσότερο όμως, σε όλες της χώρες της Ευρώπης, το κομματικό φαινόμενο βρίσκονταν τις τελευταίες τρεις δεκαετίες σε κρίση εξαιτίας του μετασχηματισμού της εργασίας, της τεχνολογίας και της καθημερινής ζωής των πολιτών. Η ελαστικοποίηση των όρων εργασίας, που έκανε την διάκριση μεταξύ εργάσιμου και μη-εργάσιμου χρόνου να εξανεμίζεται, η χρήση των νέων τεχνολογιών ως βασική πηγή πληροφόρησης και επικοινωνίας για τους πολίτες και η «ρευστότητα» των πολιτικών και κοινωνικών ταυτοτήτων έκαναν τα κόμματα από την δεκαετία του 2000 να φαντάζουν όλο και περισσότερο θεσμούς ενός άλλου αιώνα.
Στην Ελλάδα, το νέο κομματικό τοπίο που διαμορφώθηκε μετά την μεγάλη περιπέτεια της κρίσης και των προγραμμάτων δημοσιονομικής προσαρμογής άφησε αναπάντητο το ερώτημα των νέων μορφών κοινωνικής και πολιτικής συμμετοχής στα «κοινά» για την μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία. Ο ΣΥΡΙΖΑ το 2015, ανέλαβε να βγάλει την χώρα από αυτή την περιπέτεια εκφράζοντας ξεκάθαρα την βούληση της κοινωνικής πλειοψηφίας για την ανάδειξη μιας νέας προοπτικής για την χώρα και ενός νέου πολιτικού προσωπικού. Δεν κατάφερε όμως, εξαιτίας της πυκνότητας της τότε πολιτικής συγκυρία και των διεθνών και εγχώριων πιέσεων, να μετασχηματίσει αυτή την κοινωνική πλειοψηφία σε ένα πολιτικό οργανισμό που να μπορεί να δίνει πολιτικό λόγο και «χώρο» σε όσες και όσους τον στήριζαν. Ο πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-Προοδευτική Συμμαχία Αλέξης Τσίπρας, ορθά, από την επόμενη μέρα των εκλογών του 2019, έθεσε ως στοίχημα την υπέρβαση αυτών των αδυναμιών. Η διαδικασία αυτή, με τα αναπάντεχα εμπόδια που τέθηκαν από την πανδημία, ολοκληρώνεται με το πρόσφατο συνέδριο και την εκλογή της νέας ηγεσία και της Κεντρικής Επιτροπής από την βάση.
Η εκλογική διαδικασία στις 15 Μαΐου είναι η προσπάθεια να γίνει μια νέα αρχή εν όψει των επερχόμενων εκλογών που θα θέσει τέλος στην σημερινή αντικοινωνική και νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση του κ. Μητσοτάκη. Είναι όμως κι ένα στοίχημα συμμετοχής. Μια απόπειρα να βρεθούν τα εργαλεία και οι μέθοδοι, ώστε ο βασικός πολιτικός εκφραστής των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων στην ελληνική κοινωνία, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, να επαναφέρει πλήθος ανενεργών πολιτικά – αλλά με άποψη και προβληματισμό – πολιτών, πίσω στην πολιτική. Άρα, το στοίχημα στις επερχόμενες εσωκομματικές εκλογές του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ είναι το στοίχημα της Δημοκρατίας. Όχι τόσο για το ίδιο το κόμμα της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, όσο για την ίδια την χώρα και την κοινωνία.
Πρώτη δημοσίευση marketnews.gr